Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ ο πλαστουργός της νιας ζωής…»

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
«Ο Οδηγητής» του Κώστα Βάρναλη, ήρθε στο επίκεντρο της συζήτησης από την προσπάθεια του πρωθυπουργού να αξιοποιήσει επικοινωνιακά στίχους του ποιήματος.  Αυτό μας έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθούμε με το ποίημα.
«Ο Οδηγητής» είναι από «Το φως που καίει», όχι όμως της πρώτης έκδοσης του 1922 που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Γράμματα» στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, αλλά από τη δεύτερη «ξαναπλασμένη» – όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος – από το τυπογραφείο «Εστία» το 1933[1]. Μέσα στη δεκαετία του 1920 και το εργατικό κίνημα και το κομμουνιστικό κίνημα ωριμάζει στα πλαίσια μιας παγκόσμιας κοσμογονίας. Η ιδεολογική και πολιτική ωρίμανση του ΚΚΕ αυτή τη δεκαετία επέδρασε και στον ίδιο το Βάρναλη.  Η ωρίμανση του Βάρναλη αυτή τη δεκαετία αποτυπώθηκε στη δεύτερη έκδοση του έργου.
Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1930, πράγμα που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι μάλλον γράφτηκε το δεύτερο μισό του 1929. Στη μορφή που ξέρουμε σήμερα το ποίημα έχει 5 (μικρές) αλλαγές.
Τα τραγούδι του «Οδηγητή», το τραγούδι για τον Λένιν όπως ο ίδιος είπε, έγινε αμέσως τραγούδι των εργατικών συγκεντρώσεων και κάποιες φορές αντικαθιστούσε τον ύμνο της Διεθνούς. Άλλωστε «Ο Οδηγητής» είναι βασισμένος στιχουργικά στον ύμνο της Διεθνούς .
Τo ότι «Ο Οδηγητής » είναι αφιερωμένος στον Λένιν το δήλωσε ο ίδιος ο Βάρναλης στο χαιρετιστήριο που έστειλε τον Απρίλη του 1970 για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Β.Ι. Λένιν και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιζβέστια» της Μόσχας.
Στο πρόσωπο του συμβολίζεται η καταλυτική δύναμη του λαού – δημιουργού της ιστορίας. Γι’ αυτό και Βάρναλης βάζει στο στόμα του:
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί —
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Γράφει ο Δ. Γληνός:
«Ο ‘’Οδηγητής’’ (…) είναι  συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξύπνησε και ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει τον σάπιο κόσμο για να πλαστουργήσει τη νέα ζωή».
Αποτιμώντας «Το φως που καίει» ο Γ. Μόσιος γράφει:
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των κοσμογονικών διεργασιών γεννιέται μια εντελώς νέα μορφή του ‘’φωτός που καίει’’. ‘’Ο Οδηγητής’’. Το ελληνικό κίνημα με νέα ιδανικά συνδέεται με την παγκοσμιότητά τους. ‘’Ο Οδηγητής’’ όντως αποτελεί μια παντελώς νέα αρχή: τη λογοτεχνία της νέας μαρξιστικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα, πολιτικής και αισθητικής. Είναι η ιστορική στιγμή, όταν ο λόγιος ποιητικός λόγος ωθείται προς αυτό που οι αρχαίοι Ελληνες ονόμασαν πολιτική ποίηση με το έργο του Καλλίνου και του Τυρταίου. Από το Ρήγα Βελεστινλή αλλά και από το Βάρναλη θα αντλήσουν θέματα και τρόπους ποιητικής έκφρασης οι μεγάλοι θουριογράφοι της Εθνικής μας Αντίστασης»[2].
*  * *
«Στις 22 Σεπτέμβρη του ‘68, γραμμένος σε μεμβράνη και πολυγραφημένος, κυκλοφόρησε ο πρώτος “Οδηγητής”, όργανο της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Λίγες μέρες μετά, ξανατυπώθηκε σε παράνομο τυπογραφείο και κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα. Στην προμετωπίδα του, απ’ το πρώτο φύλλο, τέσσερις στίχοι απ’ το ποίημα “Οδηγητής” του Κώστα Βάρναλη, απ’ όπου είναι “δανεισμένο” και το όνομά του»[3]:
«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής».
***
Στροφές του ποιήματος (1, 4, 8, 10, 12) μελοποιήθηκαν από τον Χρήστο Λεοντή το 1981. το ποίημα έχει 12 στροφές.
Η Αριστέα πέφτει χάμου και κυλιέται σπαράζοντας αγκαλιά με τη μαϊμού. Αφροί κόκκινοι βγαίνουν απ’ τα βαμμένα χείλια της. Κι ουρλιάζουνε κι οι δυο τους σα δαιμονισμένοι.
Ο αγέρας έχει κόψει ολότελα. Μια βαθιά σιωπή καταπίνει τα ουρλιάσματά τους.
Άξαφνα μια πολύβοη αντάρα από νεανικές φωνές περιζώνει ολούθε τη γης. Κι ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή, που σκεπάζει όλες τις άλλες.
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές —
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.   // στην α’ δημοσίευση: με φλογομένες αστραπές
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί —
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες  // στην α’ δημοσίευση: Αλλά κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν. // στην α’ δημοσίευση: στα στήθη μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες // στην α’ δημοσίευση: Άκου, πώς παίρνουν οι αγέροι
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες
και πώς φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της Δουλειάς, // στην α’ δημοσίευση: ένα βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Η μελοποίηση του Χρήστου Λεοντή δεν είναι η μόνη.
Δακτυλόγραφου του Αλέκου Ξένου προς τον Στάθη Τσεκούρα
Δακτυλόγραφου του Αλέκου Ξένου προς τον Στάθη Τσεκούρα
Odigitis1


[1] Δεν είναι η μόνη διαφορά στις δύο εκδόσεις . Αναλυτικά γράφει ο πανεπιστημιακός Γιάννης Μότσιος «Το φως που καίει του Κώστα Βάρναλη» στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» που είναι αφιερωμένο στον ποιητή, τχ 41-42.
[2] Στο ίδιο
[3] Από την ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας «Οδηγητής»


Πηγή: ΑΤΕΧΝΩΣ


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Κώστας Βάρναλης: «’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος»

Η ομιλία του Ηρακλή Κακαβάνη, εκ μέρους του περιοδικού «Ατέχνως» στην εκδήλωση που συνδιοργανώσαμε με την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «Ποιείν» στις 14 Φλεβάρη 2016 στο Polis Art Café. Θέμα της ομιλίας «Ο άνθρωπος Βάρναλης».


Σήμερα 14 Φλεβάρη, ημέρα του ξενόφερτου (και ολίγον εμποράκου) αγίου Βαλεντίνου, εμείς αποφασίσαμε να την αφιερώσουμε στον Κώστα Βάρναλη μιας και η 14η Φλεβάρη είναι και η ημερομηνία γέννησης  του ποιητή.
Βέβαια, το πότε γεννήθηκε ο ποιητής είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ερευνητές και μελετητές του έργου του. Φρόντισε και ο ίδιος να μας μπερδέψει μιας και σε αυτοβιογραφικά του σημειώματα και συνεντεύξεις αναφέρει ως έτος γέννησης το 1883. Έτσι από τη μεταπολίτευση και μετά φαίνεται να ξεκινά μια σύγχυση για τον ακριβή χρόνο γέννησης του Κώστα Βάρναλη, 1883/1884; Αυτό αποτυπώθηκε και στα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη μεταπολίτευση. Σήμερα, έχοντας και τα σχετικά τεκμήρια, καταλήξαμε πως έτος γέννησης είναι το 1884, στις 14 Φλεβάρη.
Πέθανε τη Δευτέρα 16 Δεκέμβρη, γεμάτος χρόνια και έργο. Δυο μέρες μετά τον ξεπροβόδισε στο τελευταίο του ταξίδι μια θάλασσα λαού. Όλοι οι συνομήλικοι και φίλοι του (Γληνός, Σικελιανός, Καζαντζάκης κ.ά.) έφυγαν δεκαετίες νωρίτερα. Ο μόνος που τον ακολούθησε ήταν ο Μάρκος Αυγέρης (έφυγε ένα χρόνο νωρίτερα). Όταν τον ρώτησαν κάποτε πού οφείλεται η μακροζωία του, απάντησε:
«Στη φυσική ζωή και τη δράση. Αγωνίζομαι διαρκώς για να επιβάλω το δίκαιο. Κι έχω δίκαιο γιατί  λέω πάντα  την αλήθεια. Τον άνθρωπο δεν τον γερνούν τα χρόνια, αλλά οι περιστάσεις. Γι’ αυτό πρέπει να δρα, να αγωνίζεται εποικοδομητικά».
Σε άλλη περίσταση ήταν πιο συγκεκριμένος:
«Ο αγώνας, η θάλασσα και ο έρωτας, αυτά τα τρία, μ’ έκαναν μακρόχρονο και με κράτησαν νέο. Γερατειά χωρίς νιάτα, χωρίς δυνάμεις είναι μεγάλο κακό. Καλύτερα να λείπουν».
Ένα χρόνο πριν πεθάνει και ενώ μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο, γράφει:
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,σιχάθηκα τον άχαρο εμαυτό μου.Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,μα θα πάω μοναχά από σιχασιά.(«Οργή λαού» – «Τρεις θάνατοι»)
Αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις. Απολάμβανε το καλό φαγητό και το πιοτό. Την ευωχία την ήθελε μαζί με την ευχάριστη συζήτηση, τα ευτράπελα και τα χορατά.
Χειμώνα καλοκαίρι κάνει μπάνιο στα φαληρικά νερά, μέχρι το τέλος της ζωής του. Πολλές φορές τσίτσιδος. Όσο για τον έρωτα. Ε, δεν ήταν και ο λιγότερο αμαρτωλός, από την παιδική ηλικία κιόλας.  Πολλά τα σχετικά ανεκδοτολογικά περιστατικά που κυκλοφορούν.
Ο Βάρναλης ήταν άνθρωπος του λαού. Τα περισσότερα χρόνια έκανε παρέα με τους απλούς ανθρώπους. Δεν κλείστηκε πότε σε γυάλινους πύργους. Ποιον άλλο ποιητή ή λογοτέχνη αποκάλεσε ο λαός «δάσκαλο» ή «μπάρμπα». Τον Ελύτη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη; Ακόμη και τον Ρίτσο. Δεν αποκάλεσε ποτέ τον Ελύτη μπαρμπα-Οδυσσέα. Ενώ το «Δάσκαλος» και το «μπάρμπα – Κώστα» έδινε κι έπαιρνε στα χείλη του Λαού όταν ήταν να μιλήσει για τον Βάρναλη.
Όπως έγραψε ο Γ. Σαββίδης: «Το ουσιαστικό ‘’δάσκαλος’’ ήταν σύμφυτο με την προσωπικότητά του. Δε χρειάστηκε ποτέ να παραστήσει το δάσκαλο, γιατί ήταν δάσκαλος με τα όλα του: στην έδρα και στο δρόμο, στην πένα και στο ποτήρι, στα λόγια και στην πράξη, αξεχώριστα. Δεν εδίσταζες να τον προσφωνήσεις δάσκαλε, ΄΄όχι γιατί είχε άσπρα μαλλιά ή γιατί έλαβε το βραβείο Λένιν μα γιατί στο πρόσωπό του δεν υπήρχε περίπτωση η λέξη να πάρει την έννοια του ΄΄σοφολογιότατου’’».
Λαϊκό εύσημο το μπάρμπα – Κώστας. Αγαπούσε πολύ τις παρέες σε λαϊκά ταβερνεία με ποτό και μεζέ.  Αναζητούσε τους απλούς ανθρώπους στο καφενείο. Έπινε μαζί τους το ίδιο κρασί στην ταβέρνα. Εκεί λένε μεγαλουργούσε. Μαζί τους έπαιζε τάβλι.  Γι’ αυτό ο λαός τον αισθανόταν δικό του άνθρωπο. Είναι πολλές οι σχετικές ιστορίες που διηγούνται οι σύγχρονοί του για τις σχέσεις του με τους απλούς ανθρώπους που τον χαίρονταν.
Αφηγείται ο Β. Ρώτας:
«Ο Βάρναλης στις παρέες ήταν πάντα πρόσχαρος, ζωηρός, εύθυμος και χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες, ακολουθούσε την κοινή γνώμη της παρέας, επλήρωνε πάντα με προθυμία το μερίδιό του, κι η μόνη του προσπάθεια ήταν να φάει περισσότερο από τους άλλους, όχι για να μην τον πιάσουν κορόιδο παρά από φιλοδοξία, γιατί συχνά υποστήριζε πως όποιος δεν τρώει δεν είναι καλός άνθρωπος».
Κουβαλητής και νοικοκύρης, καθημερινά με το που παρέδιδε το χρονογράφημα κατευθείαν στην αγορά για τα ψώνια της ημέρας. Γλυκός, τρυφερός, συμπονετικός με τους ανθρώπους.
Στις επιστολές που στέλνει από την εξορία (τέλη 1935) στη γυναίκα του Δώρα Μοάτσου γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα για τη σύζυγό του. Της στέλνει δυο γράμματα τη βδομάδα. Οι  προσφωνήσεις και όσα γράφει είναι ενδεικτικά: «Γι’ αυτό κανάρι μου να μη με πολυσυλογίζεσαι. Καθώς βλέπεις περνώ περίφημα […] Εσένα συλλογίζομαι και στεναχωριέμαι». Σε άλλο, «Φιλιά πολλά Δωράκι μου, και να με συγχωρείς που σε συγχύζω καμιά φορά». Αντίστοιχη έγνοια και για την ψυχοκόρη. «Αγαπημένο μου Δωράκι. Σου γράφω αυτό το δεύτερο γράμμα μόνο και μόνο για να προστέσω χαιρετίσματα της Ελευθερίας, που τα ξέχασα στο άλλο γράμμα και υπάρχει φόβος να την πιάσει το παράπονο».
Έζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα. Όταν τη δεκαετία του ’50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο Βάρναλης του απαντά:
«Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο “Βυζάντιο”…». Στα απλά πράγματα αναζητούσε την ομορφιά της ζωής.
Ο Λουντέμης βιογραφώντας τον Βάρναλη δίνει την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του ποιητή: «Δεν γνώρισα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πώς; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα».
* * *
Φύση επαναστατική. Από γεννησιμιού του.  Όπως λέει ο Νίκος ο Βέης, από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επιστήμης, συνομήλικος του:
«Ο Βάρ­ναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του καιρού του, και του τόπου του. Βαφτισμένος με το ποτήρι τού φτωχού. Ήταν ’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος. Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση θα την ανακάλυφτε ο ίδιος. Εμείς οι άλλοι του καιρού του κάνα­με και λίγη μόδα. Ήταν τότε πολύ του συρμού αυτό. Αφού έγι­νε σοσιαλιστής κι ο Ντίνος ο Θεοτοκάκης, το Κερκυραϊκό αρχοντόπουλο. Βλέπεις, εμάς η επανάσταση δεν μας είχε γίνει πά­θος. Στο Βάρναλη όμως έγινε αίμα. Εμάς άλλον τον ξεμάκρυνε η κοινωνική απόσταση, άλλον οι καταδιώξεις που είχαν κι όλα αρχίσει. Τον Βάρναλη δεν τον ξεκούνησε τίποτε. Αυτόν ό,τι και να τον κάνεις δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Δεν είναι μόνο που δε θέλει. Δε μπορεί. Είναι σαν τους ‘’σημειωμένους’’… Αυτούς που γεννιούνται π.χ. μ’ έξι δάχτυλα. Γεννήθηκε αντάρτης; Μη με ρωτάς όμως ποιος τον έκανε. Θα σου πω «η μάνα του» και είναι αντιεπιστημονικό».
Και εδώ ταιριάζουν οι στίχοι από το ποίημά του «Ο ‘’Καλός’’ λαός»:
«Φαινόσουνα καλό παιδί,ζαβό τι πήρες δρόμοκαι μια την Πίστη βάραγεςκαι μια τον άξιο Νόμο;»
Αν δεν έπαιρνε το στραβό το δρόμο και έμενε «ήσυχο παιδί» θα είχε μπροστά του μια λαμπρή σταδιοδρομία και καθολική αναγνώριση. Γιατί ο Βάρναλης είχε όλα τα προσόντα. Λαμπρός ποιητής, αναγνωρισμένος από όλους και άξιος επιστήμονας που πολλοί προέβλεπαν ότι θα ακολουθήσει πανεπιστημιακή καριέρα. Ολες οι πόρτες ανοιχτές μπροστά του και τις άνοιγε με την αξία και την ικανότητά του. Όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονός του Θεόδωρος Τσαβέας, όταν δίδασκε Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, όλοι τον θεωρούσαν για σίγουρο καθηγητή στο ΑΠΘ που ιδρυόταν τότε. Όμως, δεν έμεινε καλός πολίτης. Παραστράτησε.
Αρνήθηκα ν’ αρέσω στα σκυλάκιατου καναπέ. Λιοντάρια κουρεμένα,τα βγάζουνε περίπατο να ουρήσουν.Απόκοντα ακλουθάω τα χερομάχατα πλήθη και πληγώνομαι μαζί τους.
(Επίγραμμα 8 – «Οργή λαού»)
Εγινε κομμουνιστής. Παράδειγμα τόλμης. Από μητροπολίτη που τον προόριζαν έγινε ποιητής – οδηγητής των καταπιεσμένων. Και όπως λέει ο ίδιος «Ο θεολόγος καθηγητής και ο δεσπότης μας – που το έδωσαν τη συστατική επιστολή και την ευχή – πού να ξέρανε πως ‘’όφιν εθέρμαναν’’». Γι’ αυτό πλήρωσε το τίμημα. Όταν δεν κυνηγήθηκε, αγνοήθηκε.
Τέσσερα τα βήματα για την ολοκλήρωση του παραστρατήματος.
Πρώτο βήμα: Μικρός, άριστος μαθητής μα του κοστίζουν οι περιορισμοί του σχολικού περιβάλλοντος και η βία των δασκάλων. Ψάχνει ευκαιρίες να δραπετεύει από το σχολείο.
«Συχνά το έσκαζα κι απ’ το σκολείο για να τρέχω στη θάλασσα να κολυμπώ, κι απ’ την εκκλησία, για να κυνηγάω πουλιά. Εννοείται τις έτρωγα και στο σπίτι από το μεγάλο μου αδελφό και στο σκολείο από τους δασκάλους».
Όλοι λέγαν πως έπρεπε να σπουδάσει για «τα ‘παιρνε τα γράμματα» μα αυτός δεν ήθελε να ακούσει ούτε να συζητήσει το ενδεχόμενο να δώσει εξετάσεις για το Διαδασκαλείο.
«Ετσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδελφό μου. Επειδή όμως αυτός επέμενε και γινότανε κάθε μέρα και αγριότερος, έλαβα τη ‘’μεγάλη απόφαση’’ να φύγω από το σπίτι».
Μετά από μια μικρή περιπλάνηση αναγκάστηκε να παραδοθεί στη μοίρα του.
Απροετοίμαστος ήρθε πρώτος στις εξετάσεις.  Η πόρτα του σχολείου έπεφτε βάρια πάνω στην καρδιά του μα βρίσκει τρόπο να αντιδράσει. Αρχίζει να γράφει στίχους με τους οποίους διακωμωδούσε τους δασκάλους.
Δεύτερο βήμα. Αμέσως μόλις ήρθε στην Αθήνα, φοιτητής,  συνδέθηκε με το κίνημα του δημοτικισμού[1]. «Με τη νεανική μου θέρμη πήρα θέση στην αριστερή παράταξη (…) Στις συζητήσεις που γινότανε συχνά στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, κάθε φορά, που άναβε ο αγώνας, δεν ήμουνα ο λιγότερο φωνακλάς».  Στα 1906 ανεβαίνει στη Δεξαμενή[2], όπου «κυριαρχούσανε και μας προκαλούσανε το σεβασμό οι άριστοι του πεζού και του ποιητικού λόγου της Ελλάδος» (Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Παπαδιαμάντης κ.ά). «Είναι μια κρίσιμη περίοδος της πνευματικής μου ζωής» λέει ο ίδιος.
Την εικόνα του Βάρναλη εκείνης της περιόδου δίνει ο φίλος του Μάρκος Αυγέρης (γνωρίζονται από το 1905):
«Ένιωθες πως αυτός ο πρωτοφανέρωτος νέος είχε κάτι το ανυπόταχτο, έκρυβε μιαν ανυπόμονη φιλοδοξία και μια ανομολόγητη περηφάνια. Είχε πεποίθηση στον εαυτό του, μιλούσε περιφρονητικά ακόμα και για τους μεγάλους, ήταν επιθετικός και σαρκαστικός στις κρίσεις του».
Στη συνέχεια, από το 1909, δάσκαλος, οι απόψεις του ήταν πρωτοποριακές και η εφαρμογή τους απαιτούσε διδακτικό θάρρος και γενναιότητα. Ήταν ο πρώτος δάσκαλος που δίδαξε ολόκληρο τον Εθνικό Ύμνο και ας μην ήταν στο πρόγραμμα του υπουργείου. «Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε ’’εις απολογίαν’’».  Κάθε τόσο γινόταν σε βάρος του ανακρίσεις.  Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση των Αθεϊκών του Βόλου.
Έτσι ήταν σε όλη του την εκπαιδευτική σταδιοδρομία (και αργότερα καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία όπου δίδαξε το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας)
Τρίτο βήμα: Ρηξικέλευθος και πρωτοπόρος και στην ποιητική επανάσταση του 1910 για την ανανέωση του ποιητικού λόγου και την αποδέσμευση από τη ρουτίνα και τα στεγανά της απαγόρευσης αισθημάτων, θεμάτων και λέξεων. Είναι μια μάχη για την αδέσμευτη σκέψη και έχει για την εποχή κοινωνικό περιεχόμενο. Αιτία της αναστάτωσης στον πνευματικό κόσμο της Αλεξάνδρειας, μιας και το ποίημά του «Θυσία» προκαλούσε την ηθική πολλών[3].
Τέταρτο και αποφασιστικότερο βήμα. Είναι 36 χρονών (περίπου στα 1920) όταν κάνει μια απότομη μεταβολή. Στη συνείδησή του άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Δραπετεύει από τον κόσμο της προγονολατρείας, του εθνικισμού, του ιδεαλισμού, της μεταφυσικής και περνά στον κόσμο του εργάτη και της επανάστασης. Κοινωνικός ταραξίας πλέον. Στρέφεται ενάντια στην πολιτεία των Δυνατών, την πολιτεία των λίγων και των κηφήνων. Μαζί της μυκτήρισε και την πνευματική υποτέλεια. Λέει η Μαϊμού[4] στην  Αριστέα[5] («Το φως που καίει»):
Για σένα ντύθηκα φουστάνι,κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνεινα ’χω ταγίνι ταχτικό,να με φυλάς κι από κακό.
Και έτσι έγινε ο πρώτος που καθιέρωσε στη χώρα μας την επαναστατική ποίηση. Έκανε τον κομμουνισμό ποίηση.
* * *
Αρκετά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό, απαγγέλθηκαν από εργάτες, μπήκαν σε λαϊκά σπίτια, κατέβηκαν σε υπόγειες ταβέρνες. Την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» την ακούμε πάντα στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις ή στους δρόμους όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Τον Οδηγητή τη δεκαετία του ’30 τον τραγουδούσαν οι εργάτες στις διαδηλώσεις αντί της Διεθνούς.
Ξεπερνάνε τα είκοσι τα μελοποιημένα του ποιήματα. Ακόμη και σήμερα νέοι δημιουργοί μελοποιούν Βάρναλη. Στον άγνωστο Βάρναλη κάπου λέω ότι είναι ο πιο πολυτραγουδισμένος ποιητής, και μου ασκήθηκε κριτική γι’ αυτό. Πού το στηρίζω. Δεν ξέρω αν υπάρχουν τεκμήρια που να δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα στο ζήτημα. Ξέρω όμως ότι δεν υπάρχουν χείλη που να μην ψέλλισαν στίχους από τον κυρ Μέντιο και τους Μοιραίους.


[1] Ο δημοτικισμός ήταν τότε κατ’ ουσίαν κοινωνικό ζήτημα
[2] Στο Κολωνάκι. Τότε η Δεξαμενή ήταν λόφος, όπου υπήρχε ένα καφενείο όπου σύχναζαν ποιητές και συγγραφείς.
[3] Στα 1910 διασπάστηκε το περιοδικό «Νέα Ζωή» εξαιτίας του ποιήματος.
[4] Η διανόηση που μαϊμουδίζει, δεν έχει καμιά ιδεολογία παρά υπηρετεί όποιον την τρέφει και την προστατεύει.
[5] Τρισυπόστατη: Πολιτεία των δυνατών, Θρησκεία, Τέχνη

ΠΗΓΗ Ατέχνως



Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ερωτευμένος Βάρναλης

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Μια βραδιά για το Βάρναλη. Μια βραδιά που δεν ήταν για το (ξενόφερτο και ολίγον εμποράκο) Βαλεντίνο και τους ερωτευμένους, αλλά για όσους έχουν νιώσει το νου και την καρδιά τους να πάλλονται με τους στίχους του Κώστα Βάρναλη, του ποιητή που έκανε ποίηση τον κομμουνισμό και τον αγώνα για τη ζωή, και συγκεντρώθηκαν χτες στο Polis Art Café για να τιμήσουν την ημέρα των γενεθλίων του (που μας ήταν γνωστή εξαρχής, παρά τη διχογνωμία γύρω από τη χρονολογία της γέννησής του) και το δικό τους έρωτα για το έργο του. Ο Βάρναλης άλλωστε είχε συμπεριλάβει σε μια συνέντευξή του τον έρωτα στα μυστικά της μακροζωίας του.
Ήταν ξεχωριστή βραδιά. Και αυτό που χαροποίησε διοργανωτές και παρευρισκόμενους, είναι πως τη βραδιά που γιορτάζεται ένας πολυδιαφημισμένος λεβαντίνος άγιος, τόσοι πολλοί ήταν στην εκδήλωση. Κατάμεστη η αίθουσα και πολλοί στο αίθριο. Πάρα πολύς κόσμος για λογοτεχνική βραδιά, αλλά πάλι επιβεβαιώθηκε ότι μόνο ο Βάρναλης μπορεί να κινητοποιήσει τόσους πολλούς. Μια ακόμη απόδειξη της λαϊκότητάς  του, της αγάπης που τρέφει ο λαός για τον μπαρμπα-Κώστα.
Polis9
Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος της εκδήλωσης είναι αυτό που μας μετέφερε ο υπεύθυνος του Polis Art Café,  Βασίλης Χατζηιακώβου, πως όλη τη βδομάδα δεχόταν τηλεφωνήματα που του ζητούσαν πληροφορίες για την εκδήλωση, κάτι που σπάνια γίνεται.
Μεγάλη τιμή η παρουσία του ποιητή, καθηγητή πανεπιστημίου Γιάννη Δάλλα (συνέβαλε τα μάλα στη μελέτη του βαρναλικού έργου). Εκτός από τον Γιάννη Δάλλα στην εκδήλωση παραβρέθηκε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ποιητής, μεταφραστής δοκιμιογράφος και υπεύθυνος του περιοδικού «σημειωσεις» και πολλοί ποιητές, νεότεροι και παλαιότεροι μέλη της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Στο άνοιγμα της εκδήλωσης, ο υπεύθυνος του Polis Art Café είπε δυο λόγια για την ποίηση που είναι η αρχή του παντός και κινεί την κοινωνία προς το καλύτερο, προς την επανάσταση.
Ο Ηρακλής Κακαβάνης, από το περιοδικό μας, που διετέλεσε και χρέη συντονιστή, ξεκίνησε με την άποψη του Νίκου Βέη για το Βάρναλη που “κι αν δεν υπήρχε επανάσταση, αυτός θα την ανακάλυπτε” και που δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο παρά επαναστάτης: “δεν είναι που δε θέλει να αλλάξει, δεν μπορεί”. Αυτό ακριβώς κόστισε στον ποιητή μια σίγουρη καριέρα ακαδημαϊκού, σε ένα επαναστατικό “παραστράτημα” που συντελέστηκε σε τέσσερα βήματα.
Ξεκίνησε στα μαθητικά του χρόνια, με την ανυπότακτη στάση του ποιητή. Συνεχίστηκε με την ένταξή του στην αριστερή παράταξη και το κίνημα του δημοτικισμού, όταν έγινε ο πρώτος εκπαιδευτικός που καλείται σε απολογία, επειδή δίδαξε ολόκληρο τον εθνικό ύμνο! Εδραιώθηκε με τον πρωτοπόρο ρόλο του στην ανανέωση του ποιητικού λόγου. Κι ολοκληρώθηκε, σε ώριμη πια ηλικία, με τα εναύσματα που του έδωσε η παραμονή του στο Παρίσι και την απόδρασή του από τον κόσμο του ιδεαλισμού και της προγονολατρίας, για τον κόσμο της εργατικής τάξης και της επανάστασης.
Polis7
Ο Βασίλης Αλεξίου μίλησε για την επικαιρότητα του Βάρναλη σε αυτές τις δύσκαιρες εποχές, όπου αλλάζουν μόνο τα ονόματα (ο ζωτικός χώρος εξαγωγή δημοκρατίας, ο ιμπεριαλισμός παγκοσμιοποίηση, το Νταχάου έγινε Γουαντανάμο, κοκ), ενώ ακόμα και οι Μοιραίοι, από το ομώνυμο ποίημα, παραμένουν ίδιοι, δειλοί και άβουλοι.
Αναφέρθηκε εκτενώς στην πρόσληψη του βαρναλικού έργου, που κέρδιζε την αναγνώριση ακόμα και των ιδεολογικών του αντιπάλων, για να ακολουθήσει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 30′ και την πιο δημιουργική δεκαετία του Βάρναλη, μια ανεξήγητη σιωπή, που εν μέρει μόνο δικαιολογείται από τα πέτρινα χρόνια της ήττας και τη δική του ποιητική σιωπή. Η συζήτηση άνοιξε ξανά με ένα άρθρο του Μανόλη Λαμπρίδη στην Επιθεώρηση Τέχνης για την κοινωνική και καλλιτεχνική παρακμή, την αντίστοιχη αρθρογραφία του Βύρωνα Λεοντάρη και τις σπουδαίες μελέτες του Δάλλα, που βλέπει ιστορικά, στο γίγνεσθαί της, τη βαρναλική συμβολή και εντοπίζει το ιδιόμορφο, καρναβαλικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει.
Ο Βάρναλης δεν είναι ένας τυχαίος δημιουργός που εγκόλπωσε συγκυριακά το μαρξισμό, αλλά συνειδητός δημιουργός, με έναν πληβειακό, πληθωρικό μαρξισμό, που αποδομεί εξουσίες και αποστεωμένα δόγματα. Και αυτό που καθιστά μοναδική και τόσο ανθεκτική στο χρόνο την ποίησή του είναι η σύντηξη της σκεπτόμενης και της πάσχουσας ανθρωπότητας, σύμφωνα και με μια Μαρξική φράση.
Polis10Μια ιδιαίτερη στιγμή της εκδήλωσης ήταν η εκτός προγράμματος παρέμβαση του Γιάννη Δάλλα. Τυχεροί όσοι τον ακούσαμε. Με  τον άμεσο και μεστό λόγο του (αν και ειδικός μίλησε απλά και κράτησε αμείωτη την προσοχή μας μέχρι το τέλος)  αναφέρθηκε στις σχετικά άγνωστες πτυχές του ποιητή: τα πρώτα λυρικά χρόνια, τα δημοσιογραφικά του κείμενα, πχ κατά το ταξίδι του στη Ρωσία των Σοβιέτ, τα μοναδικά αισθητικά του ποιήματα με το γκροτέσκο στιλ, που πρέπει να αναδειχτούν και να εκδοθούν, και τα πλούσια στοιχεία που αποφέρει η μελέτη του αρχείου του ποιητή.
Η επόμενη εισηγητική παρέμβαση ήταν του συγγραφέα-ηθοποιού, Βασίλη Κολοβού, που ανέβασε πριν από λίγα χρόνια την παράσταση “Φως που πάντα καίει” και θα ‘ταν ευχής έργο αν η χτεσινή εκδήλωση του έδινε το έναυσμα να επαναλάβει κάτι αντίστοιχο.
Ο Κολοβός αναφέρθηκε με θαυμασμό στο Βάρναλη, που έδωσε πνοή κι έφτασε στα ύψη την ανθρώπινη αξία, τσακίζοντας παράλληλα τον άκρατο μιμητισμό των αρχαίων κλασικών και των ξένων ρομαντικών ποιητών. Είπε ότι ο Βάρναλης θα έπρεπε να αναηρυχθεί σε εθνικό ποιητή, αν η αντίπαλη πλευρά μπορούσε να ξεπεράσει το ταξικό, ιδεολογικό μίσος για το έργο του, γιατί κατάφερε να σώσει την τέχνη από τη γελοιοποίηση και να γίνει ο πνευματικός Οδηγητής του λαού μας. Ένας από την Αγία Τριάδα της πνευματικής πρωτοπορίας (μαζί με το Γληνό και τον Κορδάτο) που στάθηκε δάσκαλος και για πολλούς νεότερους (Ρίτσο, Αυγέρη, Ρώτα, Καρβούνη, κ.ά) και ξεπερνά τα στενά όρια της πατρίδας μας. Αλλά είναι ο πιο αδικημένος δημιουργός, με ελάχιστες μονογραφίες για το έργο του, που οι κριτικοί επέλεξαν να το αγνοήσουν, εφόσον δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν.
Polis4
Ακολούθως ανέλυσε το θεατρικό έργο “Άτταλος ο Γ'”, που ο Βάρναλης ξεκίνησε να το γράφει στα χρόνια του εμφυλίου, για να το ολοκληρώσει επί χούντας και να το απαγορέψει αμέσως το καθεστώς. Και το οποίο αναδεικνύει την υποτέλεια της χώρας-Περγάμου, ενώ κάποια διαχρονικά σημεία του μοιάζουν να περιγράφουν τη σημερινή κατάσταση. Ένα μνημειώδες έργο, που σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, μόνο από ένα κρατικό ή δημοτικό θέατρο, θα μπορούσε να ανέβει. Αλλά ποιος από τους κρατούντες θα έπαιρνε τέτοια πρωτοβουλία, για να αναγνωρίσει μετά τον εαυτό του, σε κάποια σημεία του έργου;
Ο Σπύρος Αραβανής, από το περιοδικό Ποιείν, που συνδιοργάνωσε την εκδήλωση, αναφέρθηκε ειδικά στη μελοποίηση του βαρναλικού έργου, που συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του, με πλούσια δισκογραφική παραγωγή στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, περιλαμβάνοντας μια τεράστια γκάμα από όλα τα είδη: από τις πιο κλασικές μελοποιήσεις του Θεοδωράκη, του Λεοντή και δεκάδων άλλων, μέχρι το low bup συγκρότημα Active Member και μια απόπειρα του Γιάννη Φλωρινιώτη (το Πέρασμα), σε ένα μάλλον αποτυχημένο πάντρεμα, που δείχνει πως το έργο ξεφεύγει, αυτονομείται από το δημιουργό του και πρέπει στη συνέχεια να αναμετρηθεί με σημεία και τέρατα. Και από χρονική άποψη, μέχρι την πρόσφατη μελοποίηση στα πλαίσια της παράστασης “Η αληθινή απολογία του Σωκράτη” που ανέβασε ο Κραουνάκης με τη Σπείρα-Σπείρα.
Polis3Η τελευταία αυτή εισήγηση έδεσε ιδανικά με το μουσικό κομμάτι και μια ακόμα βαρναλική μελοποίηση από το μουσικοσυνθέτη Στέφανο Γεωργιάδη. Στο ενδιάμεσο απαγγέλθηκαν ποιήματα του Βάρναλη (Παλιολαός, ο Τρελός) από το Θανάση Καραγιάννη, μελετητή της Δραματουργίας για παιδιά – Κριτικό Θεάτρου για παιδιά και συγγραφέα.
Τις επόμενες μέρες, το περιοδικό μας θα δημοσιεύσει γραπτό και οπτικό υλικό από την εκδήλωση, για να έχουν μια σφαιρική εικόνα κι όσοι τυχόν δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν χτες στο Πόλις Καφέ, για να την παρακολουθήσουν.
Polis5

Πηγή: Ατέχνως

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

«Μικρογραφία», αυτοβιογραφικό ποίημα του Κ. Βάρναλη

Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στις  14 Φλεβάρη 1884 (αναλυτικά ΕΔΩ) και τη Δευτέρα 16 Δεκέμβρη 1974, στις 10μ.μ «έφυγε» από τη ζωή (αναλυτικά ΕΔΩ), γεμάτος χρόνια έργο και δόξα ο Κώστας Βάρναλης . Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το ποίημά του «Μικρογραφία» (από τη συλλογή «Ελεύθερος κόσμος», 1966) όπου ιστορεί ο ίδιος τα παιδικά του χρόνια.
ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
I
Καλωσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
δεν άπλωσε κανείς να με χαηδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ’ αποσπόρι,
με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλεγε κανείς με τ’ όνομά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παιδί μας! Σ’ αγοράσαμε από μάβρην
κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»
Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη.
Μάζεμα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παίζω, να γυρέβω – ούτε να κλάψω.
Μα κι όταν φανερώθηκε το ψέμα,
πάλι απόμεινα μάζεμα και ξένος!
Πότε θα μεγαλώσω, για να φύγω!…
Από πατέρα ορφάνεψα μωρό
κι ο πρώτος αδερφός και πρώτο μίσος,
μάβρα γυαλιά κι αμίλητος, με πείσμα
με κοπανούσε ολημερίς να στρώσω!
Και νύχτα με ξυπνούσε να με δείρει.
Μιαν τρίτ’ ή τέταρτη άνοιξη ξεπόρτισα.
Ω τι μεγάλος που ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπερός ο ήλιος!
Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν
άφοβα ολόγυρά μου – εγώ φοβόμουν!
Να χα κ’ εγώ φτερά για να πετάξω
τ’ αψήλου, όσο μακρύτερ’ από δώθες!…
Λίγο παρέξω καταπράσινη άπλα.
Πρωτόβλεπα χωράφια φυτρωμένα.
Κυνηγημέν’ απ’ τον αγέρα τρέχαν
τα στάχι’ απανωτά. Τόση ομορφιά
δε βάσταξα και κάθησα να κλαίω!
`II
Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
στην εκλησιά με τράβαγε ν’ αγιάσω,
νηστικόν αξημέρωτα, γι’ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα
και δε νογούσα τίποτ’ απ’ τα «γράμματα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,
λαχταριστά κουλούρι’ αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
κι ο αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! – «Πάρε μου ένα!»
– «Περπάτα!» και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!…
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα
ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
κουβαλούσα τον άμοιρο εαφτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.
Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες;
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι.
Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλ’ οι
ξενοδικοί. Αργοπόρησα, σειρά μου!
Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοινιά, θα κατέβουν κ’ οι κακίες,
δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,
πιότερο κι απ’ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλάκα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγάπη κανενός ανθρώπου ή σκύλου.
Κι αν έζησα ή δεν έζησα, καμιά
διαφορά στον Απάνου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλλιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι αποθάνει απόψε!
Και μακάρι, όσο να χω αδικηθεί,
εγώ να μην αδίκησ’ άθελά μου!…
Και σαν ζυγιάζει ο διάολος την ψυχή μου
με ψέφτικη παλάντζα να με κλέψει,
– «Σταμάτα, βλάμη! Κ’ είμαι παραπάνου
παρ’ όσο θες αμαρτωλός και φταίχτης»!
ΠΗΓΗ ΑΤΕΧΝΩΣ

Κώστας Βάρναλης. Πώς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Το ξεκίνημά του Κώστα Βάρναλη στην ποίηση δεν ήταν συνηθισμένο. Πήρε την ποίηση για παιχνίδι. Στην Γ’ Δημοτικού γράφει τους  πρώτους του στίχους. Ερωτικούς και σατιρικούς. Σατίριζε τους δασκάλους του.
Και στο γυμνάσιο εξακολουθεί να γράφει «ποιήματα». Τα τετράδια όπου τα έγραφε «Τα έδινα να μου τα φυλάγουν άλ­λοι “φρόνιμοι” συμμαθητές μου. Γιατί τα περισσότερα ποιήματα ήταν ερωτικά. Έγραφα βέβαια και για την άνοιξη, για τη… ση­μαία μας κ.τ.λ. Μα ένα ερωτικό ποίημα, αν έπεφτε στα χέρια των καθηγητών μου, έφτανε να με χαντακώσει. Γιατί σε κείνη την εφηβική ηλικία οι περισσότεροι μαθητές ήταν ερωτευμένοι με μαθή­τριες τού ελληνικού ή βουλγαρικού γυμνασίου κι είχανε τη σχετική τους αλληλογραφία και τα σχετικά ραντεβού. Κι ό έρωτας λογα­ριαζότανε για βαρύ αμάρτημα από τη σχολική… Εξουσία! Κι εγώ δεν ήμουνα ο λιγότερο αμαρτωλός. Μονάχα σαν τέλειωσα το γυμνάσιο δημοσίεψα δυο-τρία ποιήματα στις «Ειδήσεις του Αίμου» της Φιλιππούπολης».

Η συνέχεια στο ΑΤΕΧΝΩΣ

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Κώστα Βάρναλη: Το «ΑΝ» του Κίπλιγκ

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Στις 18 Γενάρη 1936 πέθανε ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Αγγλος συγγραφέας και ποιητής, υμνητής του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1865 στη Βομβάη της Βρετανικής Ινδίας. Εζησε στην Ινδία, στη Βρετανία και στην Αμερική, ταξίδεψε πολύ σε όλον τον κόσμο και απέκτησε γρήγορα φήμη σπουδαίου συγγραφέα και ποιητή.
Το 1907 τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία 42 ετών και μέχρι σήμερα παραμένει ο νεότερος κάτοχος του βραβείου. Τρία χρόνια αργότερα δημοσίευσε το ποίημα του «Αν», με τις παραινέσεις ενός πατέρα προς τον γιο του, που αποτελεί μέχρι σήμερα το σήμα κατατεθέν της ποίησής του και το πιο διάσημο ποίημα.
Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός κυρίως για το παραινετικό ποίημά του «Αν» («If-») και τη συλλογή διηγημάτων «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» με ήρωα τον Μόγλη.
Πετυχημένη είναι η παρωδία του ποιήματος «Αν» από τον Κώστα Βάρναλη. Ο Ρ. Κίπλινκ, την εποχή της αποικιοκρατίας, δίνει ευγενικές συμβουλές για το πώς θα γίνει καλός χριστιανός, πολιτισμένος και Καλός πολίτης ο Άγγλος συμπατριώτης του. Αυτός που κατά τη θέληση του Εγγλέζου πλουτοκράτη και για την εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών του επιδιώξεων, σκοτώνει, βασανίζει, λεηλατεί, μα ταυτόχρονα είναι θρήσκος. Για άφεση αμαρτιών, με τη Γραφή στο χέρι, πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία όπου συμμετέχει «ψυχή τε και σώματι». Ο Βάρναλης, αντίθετα, στην παρωδία του «Το ‘’Αν’’ του Κίπλιγκ», με τις συμβουλές του δείχνει το κυνικό πρόσωπο της ταξικής κοινωνίας, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο από κάθε ηθική και κοινωνική αξία.
Κώστα Βάρναλη
Το «ΑΝ» του Κίπλιγκ
(Παρωδία)
Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν, ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό — να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν, λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά, και συ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορόνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχτρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κύριος, αλλ’ Άνθρωπος δε θα ’σαι

Ράντυαρντ Κίπλινγκ
ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ…
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’ αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα ‘χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να ‘σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.
Πηγή: atexnos.gr