Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Υπό εχεμύθειαν... (1)




To 1976 κυκλοφόρησε  από τη Σύγχρονη Εποχή το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου «υπό εχεμύθειαν» - συλλογή ανεκδότων από τη ζωή  λογοτεχνών, καλλιτεχνών και πολιτικών. Γεγονότα και μαρτυρίες που κατέγραψε σχεδόν από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Εξέδωσε αυτή τη συλλογή: «με την ιδέα ότι η Συλλογή αυτή θα ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη και θα τον εισαγάγει στον πνευματικό κόσμο, παρέχοντας πληροφορίες με τρόπο επαγωγό για εποχές, γεγονότα και πρόσωπα, που έπαιξαν κάποιο ρόλο στις καλλιτεχνικές, κοινωνικές και άλλες εξελίξεις της χώρας μας».
Ένα από τα πρόσωπα που ανθολογείται σε αυτή τη συλλογή είναι ο Κώστας Βάρναλης. Διαγράφεται ένας άνθρωπος οξύνους που αγαπά τη ζωή, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό.  
Σκίτσο του Κ. Βάρναλη από το βιβλίο «υπό εχεμύθειαν»

 Πήγε μια νεαρή ποιήτρια στο σπίτι του Βάρναλη και κρα­τούσε και του 'δωσε τον πρώτο τόμο ποιημάτων της. Του ζήτησε να ξανάρθει, για να της πει τη γνώμη του. Ήταν πολύ άμορ­φη κι ο Βάρναλης γνωστός μουρντάρης.
                    ΙΙώς σε λένε;
                    Αθανασία, μα. .. δεν πρόφτασε να πει και το επίθετο... Επεσε απάνω της:
                    Μα εγώ για την Αθανασία παλεύω σ' όλη μου τη ζωή.
(από αφήγηση Κρίτωνα Αθανασούλη)

Είκοσι δύο Φλεβάρη του 1972, στην Πλατεία Κολωνακίου, έχει ωραία λιακάδα. Ο Βάρναλης κάθεται στο καφενείο «ΕΛΛΑΣ» και χαζεύει τους περαστικούς αλλά κατά κύριο λόγο τις περαστικές, σχολιάζοντας δυνατά την ποιότητα του κορμιού τους — «περισσούς κ. . . . έχεις. . .» — «μπουκιά και συχώριο!. . .». Τώρα πού έχει ολότελα άποκουφαθεί, δεν είναι σε θέση να κανονίσει τη δύναμη της φωνής του. Αλλά και δεν έχει όρεξη να μιλάει με τον κόσμο. Έχει καταλάβει εκ πείρας πως η διαδικασία της συνομιλίας δε γίνεται εύκολα, άμα είσαι κουφός. Γι' αυτό μιλάει μόνο με τον εαυτό του και μάλιστα δυνατά. Λέει ό,τι θέλει, αδια­φορώντας αν τον ακούνε γιατί, όπως είπαμε, δεν ακούει τη φω­νή του. Ίσως νομίζει πως μιλάει από μέσα του.
Τώρα σηκώθηκε από το καφενείο και πάει απέναντι να γυα­λίσει τα παπούτσια του. Διασχίζει την πλατεία και σταματάει δίπλα στα γκρεμισμένα ουρητήρια. Τα 'χουν περιφραγμένα με διαφημίσεις. Εκεί στη σειρά κάθουνται και οι λούστροι με τα κασελάκια τους. Ενώ του βάφονται τα παπούτσια, αυτός περιεργά­ζεται και διαβάζει με στεντόρια φωνή τις διαφημίσεις: Διαβάζει τις τελευταίες λέξεις μιας διαφήμισης: «ΕΧΕΙ ΤΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ» και προσθέτει: «ΚΑΙ ΤΗ ΒΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΠΑΤΟΥ». Και συνεχίζει στην ίδια ένταση: «Έξι μήνες δεν μπορού­νε να φτιάξουνε έναν απόπατο, όχι κοτζάμ Ναό του Σωτήρος».
Τέλειωσε το βάψιμο, κάποιος πλησίασε και τον στήριξε και τράβηξε προς την οδό Ηροδότου για το σπίτι του. Τράβηξα κ’ ε­γώ στη δουλειά μου.
(από αφήγηση Κωστή Τριαντάφυλλου)

Είπαν στο Βάρναλη πως δ Μελάς αν και 84 χρονώ βρίσκε­ται σε πλήρη ανδρική δράση. Ο Βάρναλης το άκουσε, εκάγχασε, και με το χέρι Ακόμα πίσω από τ' αφτί:
— Αυτός τα λέει, εγώ τα κάνω.. .
(από αφήγηση Σπ. Παναγιωτόπουλου)

Στα Μέγαρα ή παρέα αρχίζει τις απαγγελίες. Στο διπλανό τραπεζάκι κάθεται κι ένας χωρικός Μεγαρίτης. Απαγγέλλουν το «Γαϊδούρι» του Βάρναλη και ο παρακαθήμενος χωρικός ακούει το στίχο:
«Τό διχρονίτικο γαϊδούρι το βαρβάτο. . .»
Και επεμβαίνει:
— Με το συμπάθιο, μα το διχρονίτικο γαϊδούρι δεν είναι βαρβάτο.

Επίγραμμα του Βάρναλη στον Κ. Καρθαίο:
Κύπτων εις χαρτιών πάκον
πίπτων εις λασπώδη λάκκον
λίαν φίλεργος ο Λάκων
έκων άκων.
(από αφήγηση Β. Λαμπρολέσβιου)
Σημ.: Το πραγματικό όνομα του Καρθαίου ήταν Κ. Λάκων.

Επίγραμμα του Καρθαίον
Στο Μέγα Πεύκο μέγα ζεύκι εγίνη
—του αρέσει του ποιητή να τρώει να πίνει
κι αδερφωθήκαν πέρ' απ' τον Αιγάλεω
μονόκλ, σφυρί, δρεπάνι και κεφάλαιο
(από αφήγηση Β. Λαμπρολέσβιου)
Σημ.: Μονόκλ ήταν ο Ουράνης, σφυρί δρεπάνι ο Βάρναλης και ένας βιομήχανος της παρέας ήταν το κεφάλαιο.

Γίνεται γιορτή για τα 50χρονα του Βάρναλη και αναλαβαίνει η Λιλή Ιακωβίδου να πάει να παρακαλέσει την Κυβέλη να δεχτεί να απαγγείλει τη «Μάνα του Χριστού» του Βάρναλη. Γίνεται ο γιορτασμός, απαγγέλνεται και το ποίημα του Βάρναλη. Η Κυβέλη κατεβαίνει καμαρωτή και τραβάει στον ποιητή:
                    ΙΙώς σας φάνηκε;
Ο Βάρναλης που και δεν πρόσεχε, μα είναι και κουφός, δεν κατάλαβε πώς επρόκειτο για τη «Μάνα του Χριστού». Νόμιζε πώς ήταν κανένα αφιέρωμα άλλου ποιητή σ' αυτόν για τα 50χρονά του.
                    Λίγο μονότονο. . . μου φάνηκε. . .
(από αφήγηση Λιλής Ιακωβίδη)

Ο δημοσιογράφος Μανώλης Μαθιουδάκης, νέος πολύ ακόμη, πηγαίνει να πάρει συνέντευξη από τον Κώστα Βάρναλη. Κοντά στα άλλα τον ρωτάει:
- Και ποια κατά τη γνώμη σας, είναι τα καλύτερα ιδανικά της ζωής;
- Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα, και να κάθεσαι να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο «Βυζάντιο»... απάντησε δίχως χρονοτριβή ο ποιητής

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου