Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Η ομιλία του Νίκου Μπογιόπουλου



Ο Νίκος Μπογιόπουλος ήταν ο συντονιστής της συζήτησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (20 Νοέμβρη 2012).
Ξεκίνησε με την παρουσίαση του κειμένου που απέδωσαν θεατρικά ο Στέλιος Γεράνης και η Κατερίνα Φωτιάδη:
  
«Τη δεκαετία του 1920 ξεσπά η σύγκρουση υλισμού – ιδεαλισμού. Ο Βάρναλης από τη μια πλευρά, Φώτος Πολίτης και Γιάννης Αποστολάκης από την άλλη. Ξεκίνησε το 1921 με ένα κείμενο του ιδεαλιστή Φώτου Πολίτη και τη σκυτάλη των ιδεαλιστικών απόψεων πήρε στη συνέχεια ο Γιάννης Αποστολάκης. Είναι αρκετά τα κείμενα που έγραψε ο Βάρναλης στα πλαίσια αυτής της διαμάχης. Ένα από αυτά είναι το «Λόγια και πράξις», μια σατιρική αντιμετώπιση των αισθητικών απόψεων του Αποστολάκη. Συζητούν η Μαριγούλα, μια απλοϊκή γυναίκα κάτω των 25 και ο Γιάννης Κλοκυθάκης, μεταφυσικός, πάνω από 45.
Είναι ένα κείμενο από αυτά που περιλαμβάνται στο βιβλίο, άγνωστο ακόμη και στους μελετητές.
Ο Πικαιφής που αναφέρεται στο κείμενο είναι ο Φώτος Πολίτης».

Με το ξεκίνημα του κυρίως μέρους της εκδήλωσης ο «μπογιόπουλος έκανε μια σύντομη εισαγωγική τοποθέτηση μιλώντας για «τον παππού των λαϊκών αγώνων», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ρίτσος, τον ιδρυτή της επαναστατικής τέχνης στην ελλάδα, που αναποδογύρισε μια έτοιμη ζωή, κι άρχισε να γράφει για αυτούς που δεν ξέρουν να διαβάζουν (λειβαδίτης), χωρίς όμως να τους χαϊδεύει, ώστε να πάψουν να είναι θύμα, ψώνιο, σύμβολο αιώνιο.

Στη συνέχεια περιορίστηκε στο ρόλο του συντονιστή, κάνοντας μικρές γέφυρες μεταξύ των άλλων ομιλητών, τις οποίες διάνθιζε με δηλώσεις από συνεντεύξεις του βάρναλη...
-όλες οι τέχνες πολιτεύονται, είτε το ξέρουν είτε όχι. Η διαφορά της επαναστατικής τέχνης είναι ότι το γνωρίζει. Γιατί αν κάποιος είναι αντιδραστικός από συνήθεια, μόνο με τη γνώση και τη συνείδηση μπορεί να το αλλάξει.
…ή με σπαρταριστά περιστατικά από τη ζωή του –όπως τη γνωριμία του με μια νεαρή ποιήτρια, που συστήθηκε στο δάσκαλο ως αθανασία κι αυτός άρχισε να την πιάνει και να την πασπατεύει λέγοντας: αθανασία, αθανασία, εσένα γύρευα σε όλη μου τη ζωή…» (από το Σφυροδρέπανο εδώ)




Η αρχική τοποθέτηση του Νίκου Μπογιόπουλου:
Η ανταπόκριση στο σημερινό κάλεσμα επιβεβαιώνει αφενός ότι ο Βάρναλης αυτός ο τόσο μεγάλος, αναγνωρισμένος, πασίγνωστος αλλά και - σχήμα οξύμωρο, αλλά όχι ανεξήγητο - άγνωστος ποιητής, παραμένει ζωντανός παρά τα 130 του χρόνια.
Αφετέρου ότι δουλειές σαν αυτή του Ηρακλή είναι πολύτιμες, τόσο πολύτιμες όσο ακριβώς οριοθετούν οι καταστάσεις που ζούμε και τα όσα μας ετοιμάζουν.
*
Μες στην ισόγεια την ταβέρνα, λοιπόν, με όσο γίνεται λιγότερους καπνούς και χωρίς βρισιές
θα μιλήσουμε για έναν ποιητή που όμως δεν ήταν «μόνο» ποιητής. Και αυτό το «μόνο» μπορεί για οποιονδήποτε άλλο να ακουγόταν κακόηχο, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην ποίηση. Αλλά στην περίπτωση του Βάρναλη ακόμα και αυτός ο προσδιορισμός, η τόσο ευρύχωρη και πλατιά ιδιότητα του ποιητή είναι στενή, μιας και όταν μιλάμε για τον Βαρναλη μιλάμε στην ουσία για αυτό που έλεγε ο Ρίτσος. Δηλαδή για την «φωνή του λαού» και για τον «παππού των λαικών αγώνων».
***
Εφτά χρόνια πριν ο Βάρναλης γράψει το «Φως που Καίει», στο περιοδικό Νουμάς δημοσιεύτηκε ένα Μανιφέστο. Ηταν το Μανιφέστο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
«... Εχω μέσα μου αίμα ηρώων. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και τα Καθιερωμένα. Την ψυχή τους δε σφυρηλάτησε τ' Ονειρο, δεν καθαγίασεν η Σκέψη. Ξέρουνε ένα "πρέπει" και τίποτ' άλλο, είναι η πιο μουγκή εκδήλωση της Ζωής...
Εμείς όμως, οι Τεχνίτες, οι Εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε.
Αηδιασμένος απ' το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνου στη Ρωμαίικη Τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ' τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά.
Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που - ντροπή μας - ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μες στο άλσος της Τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες (...) ανεχόμαστε ν' ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί, και μακάριοι φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως ο κ. Α ή Β εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί κτλ., ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη". Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος, που αλλού μήτε γι' ακροατής διαλέξεων δε θα 'κανε...
*
Γι' αυτά και γι' άλλα, καλώ το Νέο Ελληνικό Πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου στο γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν, χάρη στην εγκληματική τους νωχέλεια κι αδιαφορία (...)
Καλώ τους Νέους, που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι' αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά.
Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μοναχά ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Εμπνευση.
Σας περιμένω».
***
Με τη δημοσίευση του Μανιφέστου ξέσπασε σάλος.
Τότε ο Βάρναλης είχε ήδη περάσει τα 30, ήταν ήδη ποιητής και με στρωμένη ζωή. Μια ζωή που ο Βάρναλης την αναποδογύρισε και με το έργο του - έτσι τουλάχιστον το αισθάνομαι - έγινε ο σημαιοφόρος κάθε μορφής αγώνα ενάντια στο «βούρκο» και τη στασιμότητα, ενάντια σε κάθε λογής «μικρανθρωπάκους» και «παράσιτα», κάνοντας εκέινη τη μεγάλη επιλογή:
Να γράψει όπως - έλεγε ο Λειβαδίτης - «για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ'τον άμμο...».
Ο Βάρναλης και με την προσωπική του ζωή και με την Τέχνη του έκανε αυτό ακριβώς που είχε πει ο Λουντέμης στον πρόεδρο του δικαστηρίου - στη δίκη όπου ο Βάρναλης προσήλθε ως μάρτυρας υπεράσπισής του - όταν ο πρόεδρος του έκανε την παραίνεση να κάνει μια «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης των ιδεών του για να πάψει να «τραβιέται» στα ξερονήσια:
«Κύριε πρόεδρε - απάντησε - ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον ξαναγυρίσω εγώ στα τέσσερα»!
***
ο Βαρναλης έγραψε χωρίς να χαιδευει εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, τον λαό, χωρίς να τον θωπεύει, χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του, την προσωπική του ευθύνη, να πάψει να είναι «θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο» της μοίρας του.
Εζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα.
Οταν τη δεκαετία του '50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο απίθανος Βάρναλης του απαντά:
«Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να πάιζουν τάβλι στο "Βυζάντιο"..»
Ο Βάρναλης, ο κομμουνιστής Βάρναλης, έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι «όλες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται" - έλεγε ο Βάρναλης - με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
*
Το βιβλίο του Ηρακλή είναι σπουδαίο και αυτό μπορεί να το αποδείξει το ίδιο του το περιεχόμενο και η φροντίδα με την οποία δουλεύτηκε.
Και μόνο το γεγονός της παρουσίασης ενός σώματος 19 άγνωστων ποιημέτων του Κώστα Βάρναλη είναι από μόνο του σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός.
Οπως ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ηρακλής, λέει, είναι «δύσκολο το τόλμημα να γράψεις για τον Βάρναλη». Και γίνεται δυσκολότερο όταν θέλεις να αγγίξεις το κεντρικό ζήτημα στη μελέτη του βαρναλικού έργου: Γιατί γράφει, πότε γράφει, γιατί κάποια από τα ποιήματά του τα ξαναδουλεύει, γιατί άλλα τα αφήνει στην άκρη; Και είναι δύσκολο το εγχείρημα γιατί τελικά ο Βάρναλης είναι ο ιδρυτής της επαναστατικής Τέχνης στην Ελλάδα.
Τη σκυτάλη αυτή της δυσκολίας, να μιλήσεις για τον Βάρναλη, πράγμα όχι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις για αυτόν, με ανακούφιση πρέπει να πω, θα την παραδώσω στα σίγουρα χέρια μιας εκλεκτής συντροφιάς.

Η παρέμβασή του μετά την ομιλία του Γιύργου Σαρρή:
Πριν δώσω το λόγο στην κυρία Λαδογιάννη, είχανε ρωτήσει το Βάρναλη σε μια συνέντευξή του το 1958 για τους διανοουμενους
»Συζητούμε τώρα για τους διανοουμένους. Για τις ευθύνες τους απέναντι στα προβλήματα του καιρού τους.
» – Για τους διανοούμενους; ρωτά ο Βάρναλης. Άλλοι νοιώθουν κι’ άλλοι δε νοιώθουν την ευθύνη τους. Για τους δεύτερους θα δουλέψει η σκούπα της ιστορίας. Οι πρώτοι δημιουργούν ιστορία. Θέλεις να δεις ποιοι είναι σήμερα οι σκάρτοι; Κοίτα ψηλά. Εκεί σκαρφαλώνουν οι πίθηκοι. Αυτοί γρυλίζουν ξεδιάντροπα ότι σήμερα ξεπεράστηκε το ιδανικό της εθνικής αυτοτελείας και ανεξαρτησίας. Είναι, λένε, ιδανικό του περασμένου αιώνα!...
Αυτά έλεγε γι’ αυτού του τύπου τους διανοούμενους ο Βάρναλης.
Η κυρία Λαδογιάννη είναι Επίκουρος καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχοντας ως θεματικά πεδία διδασκαλίας και έρευνας τη νέα ελληνική λογοτεχνία, τη δραματουργία, την κριτική θεωρία και τα λογοτεχνικά περιοδικά.  Με ιδιαίτερη αγάπη για τον Βάρναλη, είναι από τους πιο σημαντικούς μελετητές του έργου του, με αφετηρία την ανάδειξη των επαναστατικών ιδεών και του ιστορικού υλισμού στο έργο του Κ. Βάρναλη.

Μετά την τοποθέτηση της κυρίας Λαδογιάννη:
Νομίζω ότι πρέπει να επισημάνουμε πως ο Βάρναλης ήταν ένας απίθανος τύπος, έτσι; Ήταν ένας τόσο απίθανος τύπος που για παράδειγμα νεαρός και στη δημοσιογραφική πιάτσα ο Μανώλης ο Μαθιουδάκης, τη δεκαετία του 50 του παίρνει μια συνέντευξη. Τον ρωτάει λοιπόν, έτσι με ένα δέος:
- Κύριε Βάρναλη, ποια κατά τη γνώμη σας, είναι τα καλύτερα ιδανικά της ζωής;
Και απαντάει ο Βάρναλης:
- Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα, και να κάθεσαι να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο «Βυζάντιο»...
Αυτός λοιπόν ο απίθανος τύπος είναι αυτός ο οποίος έλεγε το εξής, αυτό που έλεγε και ο Γιώργος προηγουμένως, ότι όλες οι τέχνες πολιτεύονται, είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι, και η επαναστατική τέχνη πολιτεύεται, με μια διαφορά, έλεγε ο Βάρναλης, πως αυτή το ξέρει ότι πολιτεύεται. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας και από αντίδραση στη συνήθεια.
Το λόγο στον κύριο Τσακνή. Έναν επαναστάτη χωρίς συνήθεια και από αντίδραση στην πραγματικότητα.

Η «γέφυρα» μετά την ομιλία του Διονύση Τσακνή
(Απευθυνόμενος στον Τσακνή) Μιας και αναφέρθηκες στη δίκη το Λουντέμη, θυμήθηκα τη δίκη, ο Λουντέμης νομίζω από κάποια εξορία τον είχανε φέρει για να τον δικάσουν, από τον Αϊ-Στράτη, λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου του Λουντέμη
-         Βρε παιδάκι μου, με τόση ταλαιπωρία που τραβάς, έχεις και οικογένεια, κάνε μια δηλωσούλα να τελειώνουμε
Και γυρνάει ο Λουντέμης και του λέει
-         Ακούστε κύριε πρόεδρε, ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δύο, δε θα τον γυρίσω εγώ ξανά στα τέσσερα.
Το κλείσιμο της κουβέντας μετά την παρέμβαση της Ρίτας Νικολαΐδου:
Το βιβλίο του Ηρακλή είναι έτσι κι αλλιώς σπουδαίο και  αναφέρθηκε πόσο σπουδαίο είναι. Νομίζω για εμάς τους μη ειδικούς η αξία του βιβλίου κρίνεται από την αντοχή του στο χρόνο, όπως και για τους ειδικούς, και όταν λέω για την αξία του στο χρόνο έχει να κάνει με το πόσες φορές εμείς οι μη ειδικοί θα το αναζητήσουμε στη βιβλιοθήκη μας. Από αυτή την άποψη, είναι σίγουρο ότι το βιβλίο του Ηρακλή πολλές φορές θα διαπιστώσουμε πόσο αξίζει γιατί πολλές φορές θα το αναζητήσουμε. Επίσης το βιβλίο του Ηρακλή είναι σπουδαίο και από μια ακόμα άποψη, γιατί κατάφερε σήμερα, να μαζέψει εδώ πολύ' σημαντικούς ανθρώπους. Θα μου επιτρέψετε μια ειδική αναφορά. Μία αναφορά η οποία δείχνει και το πνεύμα το βαρναλικό, δηλαδή μια  εποχής, μιας γενιάς, μιας κατηγορίας ανθρώπων. Δεσμώτης ο Φαρσακίδης, ο Γιώργος ο Φαρσακίδης εκείνη την εποχή, δεσμώτης, με μια μάνα η οποία δεν ήταν κομμουνίστρια, κάθε άλλο μάλλον, αλλά περήφανος άνθρωπος. Ο Φαρσακίδης κάποια στιγμή απολογείται στη μάνα του και της λέει «μάνα, δεν έκανα δήλωση, ούτε θα κάνω δήλωσης μετανοίας» Και η μάνα του Φαρσακίδη του απαντάει «Ήξερα ότι είσαι μπουμπουνοκέφαλος αλλά αλίμονό σου αν μου γύρναγες πίσω και με σκυμμένο το κεφάλι» Δάσκαλε να είσαι γερός και δυνατός, σε ευχαριστούμε που υπήρξες, που υπάρχεις και που θα υπάρχεις.
Εκλεισε αφηγούμενος ένα περιστατικό από αυτά που περιγράφει η Ελλη Αλεξίου στο βιβλίο της «Υπό εχεμύθιαν». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου