Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

Αναδημοσιεύουμε από το «Ριζοσπάστη» (28/3/1999) κείμενο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεωργίας Λαδογιάννη, για την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη».


Η φωνή των κειμένων

Ο Βάρναλης διαβάζει Πλάτωνα, Αριστοφάνη και Ραμπελαί. Η αληθινή Απολογία του Σωκράτη


Ο Βάρναλης στα 1931 εκδίδει το πεζογράφημά του "Η αληθινή απολογίατου Σωκράτη", το οποίο αποτελεί ένα κορυφαίο σημείο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. Την ίδια εποχή, σταθεροποιούνται οι μαρξιστικές του προσλήψεις και ο συναφής ιδεολογικός και πολιτικός του προσανατολισμός. Είδαμε και σε παλιότερο άρθρο μας ότι ο Βάρναλης βρήκε έναν καλλιτεχνικό τρόπο, για να δείξει πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος, που θέλει να φτιάξει ο κομμουνιστής, από τον αστικό κόσμο της κοινωνικής εκμετάλλευσης. Αξιοποιώντας τη μαρξιστική αρχή περί ανατροπής - και όχι της απλής διόρθωσης του κόσμου - του άρεσε να "συνομιλεί" με παλαιότερα κείμενα. Ο σκοπός του ήταν να δείξει την ανάποδη, να δούνε οι αναγνώστες του την άλλη όψη. Κάτω από την αστραφτερή του σκέψη και τη χυμώδη σατιρική του ευλυγισία, τα πράγματα που αποτελούν το ευαγγέλιο του ταξικού κόσμου γέρνουν και συντρίβονται, γιατί μας έδειξε πόσο κάλπικα ήταν.
Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη είναι ένα άριστο δείγμα αυτής της τεχνικής. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί υλικό από έργα του Πλάτωνα, που μας πληροφορούν για τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη (Φαίδων, Κρίτων,Απολογία). Σε εκείνα τα έργα του, ο Πλάτωνας υψώνει σε παράδειγμα τονΣωκράτη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το θάνατο: Εδειξε σεβασμό προς τη δικαιοσύνη και συνέπεια προς τη συνείδησή του. Ο Βάρναλης ανατρέπει αυτή την εικόνα και μας δείχνει τον Σωκράτη να συνειδητοποιεί ότι η τιμωρία του (η θανάτωσή του με κώνειο) είναι συνεπής εφαρμογή των νόμων του δικού του φιλοσοφικού συστήματος. Και έτσι, γίνεται ο ίδιος το θύμα του άδικου "Δικαίου" της κοινωνίας, που ο ίδιος είχε σ' όλη του τη ζωή υπηρετήσει.
Εκτός από τον Πλάτωνα, στην αληθινή απολογία, ο Βάρναλης "διαλέγεται" και με δύο ιδιοφυίες του κωμικού: Τον Αριστοφάνη ("Νεφέλες") και τον Ραμπελαί ("Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ"). Μαζί τους μιλάει την ίδια γλώσσα: Της σάτιρας, της ελευθεροστομίας, του σαρκασμού, του κεφιού και του πληθωρικού γέλιου. Οπως μας λέει ο ίδιος ο Βάρναλης στα Απομνημονεύματά του, η πρώτη κοινή ανάγνωση όλων των παραπάνω, του Πλάτωνα, του Αριστοφάνη και του Γάλλου του 16ου αιώνα (του Ραμπελαί) και η ιδέα να τους βάλει να "συνεργάζονται" σε ένα δικό του έργο συμβαίνει στα 1924 και 1925, όταν βρίσκεται στο Παρίσι. Η αφορμή αυτής της σκέψης του, μας αποκαλύπτει ο ίδιος, ήταν οι δυο συνταρακτικές εμπειρίες: Του Παγκοσμίου Πολέμου και της προλεταριακής επανάστασης. Ας ακούσουμε τη χαρακτηριστική βαρναλική γλώσσα να μας τα αφηγείται:
"Τα ηχηρά γέλια και τα τσουχτερά φαρμάκια του Αριστοφάνη για την παλιά δημοκρατία, η ανοιχτόκαρδη σάτιρα του Ραμπελαί για τη γουρουνιά των καλογέρων, η ψηλή νότα της σωκρατικής σκέψης μπροστά στο άμαθο δικαστήριό του, οι κανονιές του παγκόσμιου πολέμου (...), ο κυνισμός των ιδεολόγων του πατριωτισμού (...), τα τύμπανα της προλεταριακής επανάστασης, που όλο και ζυγώνανε κοντύτερα (...)".
Οταν τα γράφει αυτά (1935), έχει μεσολαβήσει μία ακόμα μεγάλη εμπειρία. Είναι ο αντιφασιστικός αγώνας των κομμουνιστών της Ευρώπης εναντίον των καθεστώτων χιτλερικού τύπου, που επέβαλε ο καπιταλισμός σε μια σειρά από χώρες. Μια μεγάλη στιγμή εκείνου του αντιφασιστικού αγώνα ήταν η δίκη της Λειψίας (1933), που αθώωσε τους αντιφασίστες και αποκάλυψε την προβοκάτσια του Ράιχσταγκ. Οι διώξεις των αγωνιστών δίνουν μια ακόμα αφορμή στον Βάρναλη να βρει αναλογίες με τη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Η εμφάνιση και η ομιλία στη δίκη των Γερμανών και Βουλγάρων κομμουνιστών έδωσαν στον Βάρναλη την εικόνα του επαναστάτη και, τότε, θα ξαναθυμηθεί τον Σωκράτη του Πλάτωνα και την "πειθαρχημένη" στάση του. Οι επαναστάτες γίνανε "κατήγοροι", ενώ ο αρχαίος φιλόσοφος ποτέ δεν κατάλαβε τη σκοπιμότητα των διωκτών του, που, μάλιστα, τους θεωρούσε θύματα πλάνης. Μας λέει ο Βάρναλης:
"Ο πλατωνικός Σωκράτης ξέρει βέβαια πολύ καλά πως αυτός δεν είναι "εμπρηστής". Κι έχει τη συνείδησή του αναπαυμένη. Αρα... δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει τίποτα από τη βαθύτερη σημασία της δίκης του: Δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται πως "εμπρηστής" είναι το κράτος που τον δικάζει. Ενας όμως ματεριαλιστής Σωκράτης, ένας Σωκράτης συνειδητός επαναστάτης, θα ήξερε κατά βάθος και κατά πλάτος τον ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης στα κοινωνικά καθεστώτα του παρασιτισμού (...) και δε θα γελιόντανε ούτε για τα ελατήρια της δίκης ούτε για το σκοπό της θανάτωσής του".
Ετσι, ο Βάρναλης συλλαμβάνει και δημιουργεί το δικό του Σωκράτη, "ματεριαλιστή" και "επαναστάτη". Με βάση τα βιβλία που αναφέραμε (των αρχαίων συγγραφέων και της γαλλικής σατιρικής παράδοσης) αλλά, κυρίως, με το νόημα που έδιναν στα βιβλία οι πολιτικές εμπειρίες (του πολέμου, της σοσιαλιστικής επανάστασης και του αντιφασιστικού αγώνα των κομμουνιστών), ο Βάρναλης φτιάχνει έναν μονόλογο, τον μονόλογο τουΣωκράτη μπροστά στο δικαστήριο. Είναι η Απολογία του. Μόνο που τώρα είναι μια "Απολογία - Καταγγελία", ίδια με εκείνη που απευθύνει ο κάθε αγωνιστής απέναντι στο καθεστώς της ταξικής υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία της δήθεν Δημοκρατίας των δικαστών του:
"Τι; Ημουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! Επικίντυνος εγώ και σεις δημοκρατία!.. Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε (...). Ενας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... Δικάζει και θανατώνει. Γιατί κατέχει την εξουσία! Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσετε, αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! Επικίντυνος ήταν ο Πεισίστρατος (...) θα γινότανε κι ο Αριστείδης, αν ήτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. Οι τέτοιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε (...). Και σεις μιλιά! Κι αν εγώ, αντίς ν' αεροκοπανάω στο παζάρι, σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οχτρούς στο Τατόι, για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα και τ' αμπέλια σας, να καίνε τα χωράφια σας και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική, κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, για να βουτήξω την περιουσία τους, κι αν ανοίγοντας τις πόρτες της πολιτείας έμπαζα μέσα τους Παλιομωραϊτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; Ολ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόταντανε λιβανιστάδες μου. Κι οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα και να πλουτίσουνε περισσότερο. Οχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της".

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης

Νίκος Καζαντζάκης*


ΜΕΤΑ θάνατον φιλοτιμήθηκε η Πατρίδα (το καθεστώς της υποτελείας) να τιμήσει ένα Ελεύθερο τέκνο της, τον Καζαντζάκη. Να τόνε θάψει δημοσία δαπάνη! Να τον τιμήσει νεκρόν, γιατί, όσο ήτανε ζωντανός και την τιμούσ' εκείνος και μέσα κ' έξω απ’  τα σύνορά μας, η Πατρίδα (το καθεστώς της υποτελείας) τον αποκήρυττε και τον πολεμούσε με όλες του τις εξουσίες: υπουργεία, Εκκλησία, Ακαδημία. Ευτυχώς που ζούσε στην ξενιτιά. Αν ήταν εδώ κ' έγραφ' εδώ, θα τον κυνηγούσε πιο αποτελεσματικά ως αντίχριστο κλπ.
Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ' ακόμα, κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή.
Ο Καζαντζάκης ήταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος! Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Ο Σικελιανός ήτανε πηγαίος πληθω­ρικός τύπος — εκρηκτικός και στη ζωή του και στους στίχους του. Έφτανε με άλματα στο τέρμα. Ήτανε προικισμένος από τη Φύση μέσα στη Φύση — αυτός το κέντρο. Ο Καζαντζάκης κατάφερνε ν' αντικατασταίνει τον αυθορμητισμό με τον καιρό και με τον κόπο - καταπώς ήθελε ο Σολωμός. Όμως κι ο καιρός κι ο κόπος άφησανε τα ίχνη τους στα κείμενα του.
Όλη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, ήτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι' αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθει. Δεν κινεί την πραγματικότητα - γιατί μένει έξω απ’  τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα.
Άλλωστε, στην ουσία της, η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας: του φαινομένου! Είναι πέρα κι από τις αλήθειες κι από τα ψέματα, όπως ο Νίτσε πέρ' απ' το καλό και το κακό. Ο θάνατος - η τελευταία πράξη. Και αρχή.
Αυτός ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Έμεινε πάντα έξω απ' όλα - έκτος αν κάποτε κάπου ερα­σιτεχνικά και περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής κ' ένας από τους τελευταίους, που απομείναμε, οπαδούς του Κανόνα.
Μόνον έξω από τα πράγματα ένιωθε τον εαυτό του λεύτερο: αποδεσμευμένον από μάταιες ευθύνες. Στα παλιά του τα χρόνια βρήκε τη θεωρία του μετακομμουνισμού - μια θεωρία που τον ευκόλυνε να ξεφορτωθεί το παρόν. Ανάλογη θεωρία είχε λανσάρει τότε και ο κ. Παπανδρέου: τη θεωρία του μετακαπιταλισμού.
Αυτός ο μηδενισμός κ' εξωπραγματισμός του ήταν ίσως φυσική εκδήλωση μιας πικραμένης ιδιοσυγκρασίας. Αλλά του με­γάλωσε την απελπισία και τον οδήγησε στο μυστικισμό και στη θεοληψία. Αυτά τα διαλυτικά πνευματικά στοιχεία αφαιρούν από το έργο του τη δύναμη, που πρέπει να έχουν όλα τα ζων­τανά έργα: να κινούνε την πραγματικότητα, να φρονηματίζουνε τα νιάτα και να φωτίζουνε το δρόμο του μέλλοντος.
Ανεξάρτητ' απ’  όλα αυτά, το έργο του όλο είναι καταπληχτικό σε ποσότητα και σε ποιότητα. Σ' όλα τα είδη του εντέ­χνου Λόγου στάθηκε θαυμαστός, αλλά πάντοτες έντεχνος. Έγραψε δεκάδες χιλιάδες στίχους και πεζά. Κι όλα με την αγωνία της έκφρασης μη περαιτέρω. (Έτσι ορίζει το λογοτεχνικόν ωραίο ο Μπενεντέτο Κρότσε. Μα ο ορισμός του είναι μισός. Πρέπει και το περιεχόμενο να ναι αλήθεια μη περαιτέρω - τουλά­χιστο βίωμα).
Οι νέοι (κ' οι γέροι) έχουνε να πάρουνε πολλά διδάγματα απ’ τον Καζαντζάκη: Να χουνε φιλοσοφικές περιέργειες, να μην είναι αδιάβαστοι και προχειρολόγοι, να δίνουν όλη τους τη ζωή στην Τέχνη και στο δούλεμα της έκφρασης - αλλά και στην αναζήτηση της αλήθειας, του δίκιου και της ελευθερίας. Γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνια της ελευθερίας.
Είναι περίεργη σύμπτωση (υπάρχει και λόγος!) που οι με­γαλύτεροι συγγραφείς και φωτοδότες του Έθνους έζησαν ή έδρασαν στο εξωτερικό. Από το Ρήγα ως τον Κοραή, από το Σολωμό (τα Εφτάνησα τότες ήταν... εξωτερικό) και τον Κάλβο ίσαμε τον Ψυχάρη και τον Πάλλη,
Η μοίρα των εδώ είναι η μοίρα του Παπαδιαμάντη και του Βουτυρά - ή ακόμα χειρότερα — του Λασκαράτου και του Ροΐδη. Κανένα ελεύθερο πνεύμα δεν είναι δεχτό εδώ. Προσέξτε ποιοι στέκονται στα ψηλότερα πόστα της πνευματικής μας ζωής και θα καλοτυχίσετε τον Καζαντζάκη, που μπόρεσε να ζήσει και να δουλέψει και να μεγαλυνθεί στο εξωτερικό, για να ταφεί στο τέλος εδώ δημοσία δαπάνη.


* Ένα κείμενο του Βάρναλη για τον Καζαντζάκη που γράφτηκε στην «Αυγή» τη δεκαετία του 1950 (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε την ακριβή ημερομηνία)  

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Δεν είναι του Βάρναλη, αυτοί οι στίχοι είναι αλλουνού

Την πόρτα αν δεν ανοίγει, τη σπαν, σας είπα.
Τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα!
Και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ

Σε πάρα πολλές αναρτήσεις στο Fb χρησιμοποιούνται κάποιοι στίχοι που αποδίδονται στο Βάρναλη. Το ίδιο είχε γίνει και τον προηγούμενο Σεπτέμβρη (τότε είχε έκταση και στα blog ) στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης για το ρόλο της βίας στην πάλη του λαού.

Για το θέμα είχε γράψει τότε σχετικό άρθρο στο Ποιείν ο Ηρακλής Κακαβάνης, το οποίο και αναδημοσιεύουμε.

Δεν είναι του Βάρναλη, αυτοί οι στίχοι είναι αλλουνού

Από τις συχνότερες αναρτήσεις στο Fb οι στίχοι ποιητών. Ιδιαίτερα αυτών με επίκαιρο ποιητικό λόγο. Είναι λογικό. Συνήθως, τον παραδειγματικό, εμψυχωτικό λόγο, τα κλειδιά για την ερμηνεία της πραγματικότητας ψάχνουμε να τα βρούμε στον ποιητικό λόγο. Εκείνον που έχει διαχρονική επικαιρότητα, μιας και «τόσο μοιάζουν το χθες με το σήμερα που μου φαίνεται πως τώρα δα έχω γεννηθεί και βλέπω το σήμερα» όπως λέει και ο Προμηθέας του Βάρναλη.
Μια ματιά να ρίξει κανείς στους «τοίχους» του fb θα καταλάβει και την έκταση του φαινομένου. Το ίδιο και με τους bloggers που ενσωματώνουν στις αναρτήσεις στίχους ή ποιήματα, και πολλές φορές τα χρησιμοποιούν και για προμετωπίδα. Βάρναλης, Μπρεχτ, Ρίτσος, Λειβαδίτης κυριαρχούν. Φυσικό, αφού μέλημα της Τέχνης τους ήταν να συνειδητοποιήσουν οι καταπιεσμένοι τη θέσης τους, τις αιτίες των προβλημάτων τους και τον τρόπο εξάλειψής τους. Πάρα πολλές οι αναφορές στίχων τους ή αποσπασμάτων από το πεζό έργο τους. Όχι όμως πάντα σωστές. Τους αποδίδονται στίχοι που δεν είναι δικοί τους. Μπορεί να βαρναλίζουν ή να μοιάζουν με τους στίχους του Μπρεχτ, δεν είναι όμως δικοί τους.
Ο «παππούς των λαϊκών αγώνων», Κώστας Βάρναλης, έχει την τιμητική του στις αναρτήσεις. Του αποδίδονται όμως και στίχοι που δεν είναι δικοί του, «θύμα» το τελευταίο τρίμηνο αυτής της τακτικής.
Σε πάρα πολλές αναρτήσεις στο Fb και blog, στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης για το ρόλο της βίας στην πάλη του λαού, από το Σεπτέμβρη και μετά κυκλοφορούν κάποιοι στίχοι που αποδίδονται στο Βάρναλη.
`
Την πόρτα αν δεν ανοίγει, τη σπαν, σας είπα.
Τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα!
Και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

`
Με την πρώτη ανάγνωση δε μου θύμιζαν κάτι και βάλθηκα να βρω από ποιο ποίημα ή ποιητική σύνθεση του Βάρναλη είναι. Πρώτη κίνηση, ένα γρήγορο ξεφύλλισμα των ποιητικών έργων του Βάρναλη. Δεν προέκυψε κάτι σχετικό. Δεύτερη κίνηση, η μηχανή αναζήτησης στο «Ανεμολόγιο» της «Πύλης της Ελληνικής Γλώσσας» (υπάρχει όλο το ποιητικό έργο του Κώστα Βάρναλη). Αναζήτησα τους συγκεκριμένους στίχους με όλες τις λέξεις τους. Και αυτή η αναζήτηση δεν έδωσε κάτι σχετικό. Οπότε έπρεπε να στρέψω αλλού την έρευνα. Επειδή ο «γκούγκλις» με λίγη επιμονή και τύχη πολλά μπορεί, έφτασα στην πηγή, ήπια και νερό… Οι στίχοι είναι του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.Συγκεκριμένα, στην ποιητική του συλλογή «Απλοί τρόποι» υπάρχει ένα πολύστροφο ποίημα (77 στροφές) με τίτλο «Παραμύθι». Οι συγκεκριμένοι στίχοι είναι η 27η στροφή του ποιήματος. Η συλλογή πρωτοκυκλοφόρησε στα 1920 και μάλιστα ο Κ. Χατζόπουλος την αφιέρωνε στον «Φίλο και ποιητή Κ. Παλαμά» και επανακυκλοφόρησε το 2009 από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη.
Σε σχέση με την παραλλαγή που κυκλοφορεί ο πρώτος στίχος της στροφής διαφέρει:
`
Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα·
τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

`
Η προσπάθεια να βρεθεί ο πραγματικός δημιουργός των στίχων εντόπισε και τον αίτιο αυτής της πλάνης. Έδωσε και μια εικόνα του «ταξιδιού» της στο διαδίκτυο. Οι στίχοι αυτοί προτάσσονται ως μότο σε άρθρο του Χρ. Κόφφαστο «Ριζοσπάστη» στις 21 Οκτώβρη 2001, με τίτλο «Βία και ταξική πάλη». Επόμενη αναφορά σε κείμενο για τη δύναμη του λαού το Νοέμβρη του 2010. Το Φλεβάρη του 2011 αναφέρονται σε κείμενο για με τίτλο «Αναγκαιότητα της βίας» και τον Μάη του ίδιου χρόνου στο blog «ΝΕΟΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ» τίθεται το ερώτημα της ακριβούς παραπομπής:
`
«Το συγκεκριμένο τετράστιχο του Βάρναλη είναι εξαιρετικά δημοφιλές στο διαδίκτυο (ειδικά σε ιστοτόπους αριστερής ιδεολογικής προτίμησης), και με την ευκαιρία αποπειράθηκα να βρω την ποιητική σύνθεσι και να κάνω την ακριβή παραπομπή.
Η πρώτη μου προσπάθεια δεν ικανοποίησε την φιλολογική μου περιέργεια, (γι’ αυτό και κάποια στιγμή ελπίζω να επανέλθω)»
.
`
Τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου οι στίχοι αναρτούνται στον «τοίχο» της σελίδας «Κώστας Βάρναλης» στο fb απ’ όπου γίνονται 48 κοινοποιήσεις. Επανεμφανίστηκε πάλι το φετινό Σεπτέμβρη με την αναδημοσίευση του άρθρου του Χρήστου Κόφφα, από όπου απομονώθηκαν οι συγκεκριμένοι στίχοι.
Μέσα στα πλαίσια της ίδιας συζήτησης το τελευταίο τρίμηνο προέκυψε και μια άλλη παρεξήγηση με στίχους του Βάρναλη. Ο συνταγματολόγος Γ. Κατρούγκαλος ρωτήθηκε τι έχει να πει για τις διώξεις των κατοίκων στις Σκουριές και απάντησε ότι οι κυβερνώντες συκοφαντούν όποιους αγωνίζονται και ότι θέλουν ως πρότυπο για την ελληνική κοινωνία το πρόβατο του Βάρναλη, που «ήσυχα και συνετά, πάει με κείνον που νικά». Οι στίχοι του Βάρναλη στο ποίημα «Ο 'Καλός' λαός» είναι: «Φρόνιμα και ταχτικά/ πάω με κείνον που νικά». Και στο συγκεκριμένο ποίημα δεν υπάρχει πρόβατο. Σε ποιήματα όμως του Βάρναλη υπάρχουν πρόβατα ή αρνιά που έχουν έναν αντίστοιχο με αυτόν που υπαινίσσεται ο Γ. Κατρούγκαλος συμβολισμό. Υπάρχουν στο ποίημα «Οι γέροι του νησιού» (τελευταία στροφή):
`
Λασπογενιά, σκυλογενιά, γραφτό ’ναι
κάθε γενιά βαθύτερα να πέφτει.
Πρόβατα και λαοί θα ’χανε λείψει,
αν δεν είχαν αφέντη να τους «σώζει»!

`
στην «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» υπάρχει η στροφή:
`
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

`
και στο ποίημα «Απανταχούσα» της συλλογής «Ελεύθερος κόσμος» υπάρχει η στροφή:
`
Στον πόλεμο, σαν έξυπνο πουλί,
στρίβε — ας πάνε να σφάζονται οι μουρλοί!
Για τον ξένο χασάπη βάνε μάσκα
στα μπλόκα, να διαλές τ’ αρνιά του Πάσκα

`
Υπάρχει και μία τρίτη περίπτωση που συζητήθηκε και στην ιστοσελίδα τουΝίκου Σαραντάκου παλιότερα. Το μυστήριο όμως ακόμη δε λύθηκε και οι όποιες εξηγήσεις – ερμηνείες δεν είναι πειστικές. Αφορά τους στίχους από το τραγούδι «Ξυπνήστε» του Πάνου Τζαβέλλα:
`
Και ο Βάρναλης μας το είχε πει
χωρίς καμιά περιστροφή
Στης Χούντας το αλισβερίσι
λεύτερο ήταν το χασίσι,
ποτέ ο λαός να μη ξυπνήσει.

`
Ο Βάρναλης όντως μίλησε σε κάποιες περιπτώσεις για το χασίσι, όχι όμως με τον τρόπο που το λέει ο Μπακαλάκος.
`
Πρώτη αναφορά του Βάρναλη στο χασίσι είναι στο «Φως που καίει»:
`
ΤΡΙΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ
Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα
την ίδια απλώνουμεν αρίδα,
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
όνειρα, ψέματα και μίση
— δε ντρέπονται για να ντραπώ.
`
Αργότερα, μάλλον στην δεκαετία του 1960 στο ποίημά του «Εξορία» που αναφέρεται στην τρίμηνη εξορία του στον Αϊ-Στράτη:
`
Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λευτεριά και τα χασίσια.
`
και στο ποίημα της δεκαετίας του 1950 «Στη λεύτερη Κίνα» («Ποιητικά» 1959):
`
Σε θέλουν σκλάβα να χτυπάς το κούτελο στο χώμα!
Χασίσι αν θες, μετά χαράς, αλλ’ όχι ελευτερία!
`
Η γνωστότερη περίπτωση εσφαλμένης απόδοσης είναι με τους στίχους του Γερμανού πάστορα Martin Niemöller (1892-1984) που περιγράφουν το σύνδρομο του θεατή:
`
Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα (…).
`
Από πολλούς οι στίχοι αποδίδονταν στον Μπρεχτ. Συνεχίζεται αυτή η εσφαλμένη απόδοση όμως συνεχώς και σε περισσότερους γίνεται γνωστός ο πραγματικός δημιουργός.
Τέλος, μια επίσης γνωστή περίπτωση χωρίς να έχει λυθεί ακόμη ο γρίφος σε ποιον πραγματικά ανήκουν, είναι οι στίχοι:
`ποιητής εκ του προχείρου
έχων τη μορφή του χοίρου

`
που εσφαλμένα αποδίδονται στον Γεώργιο Σουρή.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος

Συνεχίζουμε τη σειρά που ξεκινήσαμε προ καιρού με κείμενα του Κώστα Βάρναλη για τον Κ.Π. Καβάφη. Είναι η ομιλία του Κώστα Βάρναλη στην τιμητική βραδιά που οργάνωσε η εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών την 1 Δεκέμβρη 1963 στο θέατρο «Παπά». Δημοσιεύτηκε στο τεύχος που αφιέρωσε το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» στον Αλεξανδρινό ποιητή (αρ. τεύχ. 108, Δεκέμβρης 1963). Αντίγραφο του θέματος αρχικά προμηθευτήκαμε από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης το οποίο και ευχαριστούμε, στη συνέχεια όμως αποκτήσαμε το τεύχος όπως και σχεδόν τα περισσότερα τεύχη του περιοδικού.  

Μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος


Νομίζω, πως άργησε πολύ ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδος να τιμήσει «δημοσία» κ' επίσημα το μεγάλο Αλεξαντρινό Ποιητή. Της πρέπει έπαινος της Εταιρίας μας, του αρχαιότερου λογοτεχνικού σωματείου της χώρας, για την πρω­τοβουλία της να γιορτάσει τα εκατόχρονα του Ποιητή.
Μ' ευχαρίστηση μου δέχτηκα το χρέος να προλογίσω εγώ, σαν ο πρεσβύτερος από τους ομοτέχνους μου, την σημερινή γιορτή. Αλλά και με κάποιο φόβο: μες τα λίγα λεφτά της ομιλίας μου δε θα μπορέσει ο θαυμασμός μου να φτάσει το μέγεθος της ποιητικής αξίας του Καβάφη. Ευτυχώς άλλοι αγαπητοί συνάδελφοι, αρμοδιότεροι μελετητές του έργου του και γνώστες του ανθρώπου, θα ικανοποιήσουνε και το δικό σας και το δικό μου θαυμασμό.
Ο Καβάφης μπορεί ν' ανήκει στη δοξασμένη γενιά των «καταραμένων ποιητών». Αλλ' είναι από τους πρώτους! Μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος. Μοναδικός και προσωπικός και στη σκέψη τoυ και στην τέχνη του και στη γλώσ­σα του.
Είναι στα χρόνια μας ο περισσότερο διαβαζόμενος και συζητούμενος ποιητής. Για κανένα άλλο δε γραφτήκανε και δε γράφονται τόσο πολλά βιβλία και μελέτες (ύστερ' από το Σολωμό και τον Παλαμά) όσα γι’ αυτόν. Και το αξίζει. Αποτελεί το πιο ενδιαφέρο πρόβλημα των νεοελληνικών γραμμάτων και για τούς θαυμαστές του και για τους αρνητές του.
Και πραγματικά είναι από τους ποιητές, που δεν τους διαβάζεις μια φορά κ' ύστερα τους αφήνεις. Τουναντίον πάντα ξαναγυρίζεις σ' αυτούς και πάντα τους βρίσκεις καλύτερους και πάντα επίκαιρους σε κάθε περίσταση. Γιατί ο λόγος του έχει πολύ βάθος και μιλάει πολύ άμεσα σ' όλες τις ψυχές.
Πόσο αντίθετος με το Σολωμό - όσο αντίθετοι κ΄ οι καιροί που ζήσανε! Μα κ΄ οι δυο τους νιώσανε κ΄ εκφράσανε αυθεντικά και τελειωτικά, ο ένας τα νιάτα κι ο άλλος τα γερατειά του καιρού τους. Ο Σολωμός έζησε τα χρόνια της ανόδου του «νέου κόσμου» κ΄ έψαλε με πάθος το μέγα κι άφταστο ιδανικό κάθε καιρού και τόπου την ελευθερία: εθνική, πολιτική, πνευματική. Ο Καβάφης πρόφτασε να ιδεί τις στερνές αναλαμπές αυτού του κόσμου, που έσβηνε· και είδε την κατηφοριά του. Την είδε με τραγική ειρωνεία και συγγνώμη. Είδε και ξεσκέπασε, «αφ' υψηλού» τη ματαιότητα των πίστεων και των προλήψεων, των αρετών και των αμαρτιών, αμαρτωλός κι αυτός, αλλά και σοφός κ' ενάρετος - αν θεωρήσου­με, κατά τη γνώμη του, πρώτη σοφία κι αρετή την ποίηση.
Η ποίηση του Καβάφη ομολογεί με καταπληχτικήν ειλικρίνεια τις αδυναμίες τις δικές του και τάχα του παρελθόντος, πραγματικά όμως του παρόντος - κάθε τέτοιου ιστορικού παρόντος.
Η ποίηση αυτή πηγάζει κυρίως από τη Σκέψη κι αποτείνεται στη σκέψη. Ο Καβάφης είναι από τούς λίγους τεχνίτες του Λόγου, που είχε νουν. Και λέγω νουν όχι την πολυμάθεια παρά τη ρεαλιστική όραση και κρίση: την ικανότητα να κρίνει, να κατανοεί ο σκεφτόμενος άνθρωπος πώς και πού βαδίζει ο κόσμος και πού πρέπει να βρίσκεται ο ίδιος.
Τον καιρό, που οι περισσότεροι συγκαιρινοί του υπηρετούσανε με την πέννα το Δημόσιο Ψέμα, ο Καβάφης το αρνήθηκε θαρρετά με τη Γνώση του. Κ' έμεινε αρνητής. Δεν τονε βοήθησε ο καιρός του να γίνει οδηγός.

Ο λόγος του είναι απλός, ακριβολόγος, ουσιαστικός, χωρίς τίποτα το περιττό, γιατί η Αλήθεια αποκρούει τα στολίδια. Eίναι λόγος σχεδόν πεζογραφικός. Εχθρός του μάταιου λυρισμού, στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς του νεοελληνικού Παρνασσού.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Ξεπεράστηκαν «Οι Μοιραίοι»;

Κάποιος νέος από τη Λάρισα στέλνει επιστολή στον Βάρναλη στην οποία εκφράζει την άποψη ότι το ποίημα «Μοιραίοι» είναι ξεπερασμένο. Και ο Βάρναλης απαντά...  

MIA AΠΑΝΤΗΣΙΣ

Απαντώ σ’ έναν άγνωστο φίλο μου, από τη Λάρισα, νεαρόν, ως φαίνεται, αφού με προσφωνεί «σεβαστόν» (καλοσύνη του). Μου γράφει πολλά καλά, αλλά σα νεαρός έχει το θάρρος της γνώμης του (αυτό μου αρέσει) και μου κάνει και μερικές παρατηρήσεις. Αλλά και να με έβριζε ακόμα δε θα ξαφνιαζόμουνα (έχω συλλογή από βρισιές, που τις φυλάω ως.. κόρην οφθαλμού! )
Απαντώ σ’ ένα μονάχα σημείο της επιστολής του που αφορά το ποίημα «Μοιραίοι», που έτυχε να είναι το πιο ευρύτερα γνωστό νεοελληνικό ποίημα. Κ’ επομένως η απάντηση μου δεν αποτελεί υπόθεση δύο ατόμων, αλλ’ αποτείνεται και σε πολλούς άλλους, που έχουν ή μπορεί να έχουν την ίδια άποψη με τον επιστολογράφο μου.
Μου γράφει λοιπόν:
«Θα θελα ακόμα να λεγα κάτι για τους «Μοιραίους» σου, που είναι μοιραίο –να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται μιαν αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια.
Δεν πίνουνε πια κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί δεν έ χ ο υ ν.  Κ’ η λατέρνα δε στριγγλίζει πια, γιατί την έδιωξε το αφηνιασμένο ραδιόφωνο. Ο γιος του Μάζη μπορεί ακόμα να ναι στο Παλαμήδι, αλλά μπορεί να ναι και στον Αϊ-Στράτη, ενώ η κόρη του Γιαβή δεν αποκλείεται να παραθερίζει στο… Τρίκερι. Κ’ ύστερα οι Μοιραίοι δε θα λέγανε σήμερα ότι «φταίει ο Θεός, το κεφάλι το κακό τους ή πρώτ’ απ’ όλα το κρασί. Τόρα ξέρουνε οιλύ καλά ποιος τους φταίει. Μόνο που δεν το λένε φωναχτά. Και λίγ’ είναι εκείνοι, που «δειλοί, μοιραίοι κι’ άβουλοι αντάμα προσμένουν, ίσως κάποιο θάμα». Πολλοί απ’ αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τόρα αναπαύονται γ ι α π ά ν τ α!....
Να χω άραγε δίκιο;»
«Οι Μοιραίοι» γραφτήκανε πριν από 30 χρόνια! Αλλά για τα έργα της Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ξύπνησε συνειδήσεις.
Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρό εκείνω, όπως υπάρχουνε και σήμερα. Το ποίημα, χ τ υ π ά ε ι  κείνην τη μερίδα του κόσμου που λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι’ αυτό-εγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα».
Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι ήσαν περισσότεροι και τόρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι, πώς υπάρχουνε, υπήρχανε και θα υπάρχουνε «Μοιραίοι», όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι’ όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την τύφλωση του Έθνους.
Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι’ αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινόμαστε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι’ ότι θα γίνεται μέχρι συντελέσεως του κράτους δικαίου! Όλ’ η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή μοιρολατρείας του λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδος δεν ντρέπονται να παρουσιάζονται ως «σωτήρες» («το θάμα» ! )

Δυστυχώς όλοι αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι· είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το χ τ ύ π η μ α των Μοιραίων είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».

Φιλελεύθερος Προοδευτικός  (6/9/1951)

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Μετά από τη ζωή

Αναδημοσιεύουμε από την ομάδα Κώστας Βάρναλης στο Fb χρονογράφημα “Μετά από τη ζωή” που περιλαμβάνεται στο βιβλίο “ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

Μετά από τη ζωή

(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)


Είπες: “Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη” κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: “Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα”• ο παπάς σού έψαλε: “Αιωνία η μνήμη”• και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: “Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943″.
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε “ιεροσυλία”. Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: “Ο θάνατός σου ζωή μου”.
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική• αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους• αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και “παν, παν…”
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την “ταυτότητά” τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός) δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα• θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα “ονόματα” των άλλων• κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι “αυτοί”.
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το “εγώ” του.
Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο “ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Σουκατζίδης: Στα έσχατα του ηθικού μεγαλείου



Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Αν για όλους τους λαούς της γης η Πρωτομαγιά είναι γιορτή εργατική για τους Ελληνες θα πρεπε να ‘ναι γιορτή εθνική. Η πρωτομαγιά 1944 έγραψε με το αίμα διακοσίων παλικαριών τη λαμπρότερη σελίδα της νεοελληνικής σελίδας. Διακόσιους Χαϊδαριώτες ομήρους τους στήσανε στον τοίχο του «Θυσιαστηρίου της λευτεριάς» και τους εκτελέσανε με το πολυβόλο - περιττό να πούμε ποιοι! Αυτοί, που τους αθωώνουμε.  Ολοι τους κάνανε το πήδημ’ από τη ζωή στο θάνατο χορεύοντας και τραγουδώντας σαν τις ηρωίδες του Ζαλόγου. κι όλοι τους πέσανε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενο» σαν τους τριακόσιους των Θερμοπυλών»
Αλλ’ ένας απ’ αυτούς ο Ναπολέων Σουκατζίδης έφτασε τα έσχατα όρια του ηθικού μεγαλείου γιατί του είπανε να φύγει και να ζήσει κι αυτός αρνήθηκε. Αρνήθηκε να βάλει στη θέση του άλλου Ελληνα.
*
Αλλ’ ας αφήσουμε να μας διηγηθεί την ιστορία ένας αυτόπτης μάρτυρας (και με τις δυο σημασίες της λέξης) αυτής της Μεγάλης Στιγμής, ο εξόριστος συγγραφέας Θέμος Κορνάρος: «Ποτέ δεν είχαμε δει την Αθήνα πιο όμορφη. Είχε ντυθεί στα μενεξελιά πρωί-πρωί. Όλα τα βουνά κι οι κ΄μποι περιμένουνε την ίδια στιγμή το μεγάλο μήνυμα… Το στρατόπεδο είναι έτοιμο. Οι εκατονταρχίες παίρνουνε τη θέση τους στη μεγάλη αυλή του 30 μπλοκ… Ο ματοβαμμένονος Απρίλης πέρασε. Η πρωτομαγιά έχει ανοίξει τον καινούργιο μήνα με καλά σημάδια… Τέτοια είναι η ξεγνοιασιά, που για πρώτη φορά ακούγονται, γέλια, πειράγματα και δυνατά κουβεντολόγια, στην παράταξη. Ο θάλαμος Νο1 έχει δική του χωριστή εκατονταρχία. Εκατονταρχία τη λέμε κι ας έχει 260!...
Ο Ναπολέων γελαστός, πρόθυμος, στολισμένος, με γυαλισμένα τα παπούτσια του, φρεσκοξυρισμένος σα να τον έχουνε καλέσει σ’ επίσημη γιορτή.
-         Σήμερα δεν έχει αγγαρεία, Ναπολέων;
-         Δεν πιστεύω, απαντά…
*
Το πάρε δώσε σταμάτησε με την παρουσία της φρουράς… Πιάνουνε τις γύρω θέσεις σε τρόπο, που ολόκληρη η παράταξη είναι πολιορκημένη. Τους βλέπουμε και γονατίζουνε. Στάση βολής. Τα αυτόματά τους στραμμένα απάνω μας. Πρώτη φορά όλοι είναι οπλισμένοι μ’ αυτόματα. Τα μεγάλα πολυβόλα στις σκοπιές σηκώθηκαν. Πίσω απ’ αυτά είναι τοποθετημένα τα μικρότερα. Οι φρουροί διπλοί και με κράνη.
Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια
-         Ισως να γίνει αποστολή για τη Γερμανία!...
Ο διοικητής έρχεται με τον υποδιοικητή και δύο αξιωματικούς της Μέρλιν. Τι γυρεύουνε αυτοί οι δυο;
Ο Ναπολέων παραγγέλλει προσοχή! (Πρέπει να σημειωθεί πως το Ναπολέοντα τον είχανε οι Γερμανοί υπεύθυνο του στρατοπέδου. Οι όμηροι τον αγαπούσανε γιατί ήταν παλικάρι άφοβο). Όλα τα μάτια στρέφονται στους 260 (σημ. έχει ήδη κυκλοφορήσει η πληροφορία πως θα εχτελεστούν οι 200 απ’ αυτούς).  Χωρίς την παραμικρή νευρικότητα παρακολουθούνε τον κατάλογο που ξεδιπλώνεται από τα χέρια του διοικητή… Βαριά, χωρίς αγριάδα, ακούγεται η φωνή του διοικητή. Φωνάζει κάποια ονόματα. Είναι τα παιδιά των συνεργείων και του μαγειρείου.
-         Εσείς πηγαίνετε! Στη δουλειά του καθένας!
 Μια φωνή αγνώριστη, τσακισμένη βγαίνει από το τετράγωνο στήθος του διοικητή. Λέει το πρώτο όνομα του καταλόγου… Ένα λαστιχένιο κορμί τινάζεται, ορμά εμπρός, κάνει τρία βήματα ανοιχτά και γυρίζει απότομα σε μας.
-         Έχετε γεια! Κουράγιο και αξιοπρέπεια παιδιά!
-         Δημήτρης Ρόδης!
Η απάντηση δεν είναι βγαλμένη από στήθος ανθρώπου. Ένας ολόκληρος λαός μαίνεται και μουγκρίζει μέσα στο «παρών» αυτό!...
Όσοι απομείνετε πέστε στους καπνεργάτες μου πως δεν τους πρόσβαλα…».
*
 «περίμενε (ο Διοικητής) σκυφτούς, θλιβερούς κατάδικους να πορεύονται σα θύματα ελεεινά στον τόπο της εκτέλεσης. Και βρίσκεται μπροστά στο μεγαλείο των Θερμοπυλών: χτενισμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, στολισμένοι σα γαμπροί οι μελλοθάνατοι. Οι άοπλοι μελλοθάνατοι. Στις Θερμοπύλες κρατούσαν ένα όπλο στο χέρι. Περίμενε να δει ένα δάκρυ… βεβαιώθηκε, πως η Γερμανία νικήθηκε… Αυτός είναι ο λόγος που τον βλέπεις τον Διοικητή να έχει ταχυπαλμίες και δύσπνοιες…
Ο Φίσερ, ο διοικητής, φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα!
Πλάι του ακούει δυο τακούνια να χτυπάνε προσοχή και μια φωνή θριάμβου ν’ αντιλαλιέται σαν καμπάνα της Ανάστασης στο άγριο τοπίο του Χαϊδαρίου. Γυρίζει και θωρεί τον Ναπολέοντα μπροστά του ακίνητο, έτοιμο, με το γέλιο του νικητή στο ελληνικό του πρόσωπο και με την Ελλάδα ολόκληρη στ’ αστραφτερά μάτια του ήρωα…
-         Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων…
-         Δέχομαι, κύριε Διοικητά, τη ζωή, μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο, όταν η θέση μου μείνει κενή…
Ο Διοικητή σώπασε. Χτυπά τον Ναπολέοντα στον ώμο και του δίνει το χέρι του.
-         Δεν υπήρξες ποτέ σκλάβος!...
Ο γερο-Μήτσος ο καπνεργάτης, ο Μήτσος Ρόδης από την Καβάλα, ανοίγει το χορό… Διακόσια κορμιά ταλαντεύονται… Δε λέγεται πια τούτο χορός ανθρώπων του πλανήτη μας:
-         Εχε γεια, καημένε κόσμε!
-         Σε γνωρίζω από την κόψη…»
*
Ετσι βάδισε στην αθανασία αυτό το θαύμα, που λέγεται ελληνική ψυχή! Αλλ’ ήρθε η νέα κατάρα και τα σβησε όλ’ αυτά από τα χαρτιά. Δεν τά σβησε όμως κι από την ψυχή του έθνους!
(Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ)
(«ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ», 30 Απριλίου 1952 - από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής)