Ένα χρονογράφημα του Κώστα
Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος προοδευτικός» στις 22/5/1953 με θέμα το ποίημα του Σολωμού «Η
αγνώριστη». Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε
10 χρόνια νωρίτερα (1943) με χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Πρωία».
Η ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ
Ο λαός μας μετά την
περίφημη Απελευθέρωση, βουβάθηκε και κοκάλωσε. Δεν τραγουδά και δε χορεύει.
Γιατί δε γλεντά. Και δε γλεντά, γιατί τον τσάκισε η ευημερία.
Κι όμως άλλοτες έφκιανε ο
ίδιος τα τραγούδια του και τα τραγουδούσε και τα χόρευε. Μα τότες ήτανε σκλάβος
(και περνούσε καλύτερ' από τώρα που «είναι» λεύτερος).
Ποίηση και μουσική πάνε
μαζί. Ο λαός δεν απαγγέλλει. Τραγουδά. Έτσι όσα έντεχνα ποιήματα φτιάσανε στο
λαό, μείνανε μόνο χάρη στη μουσική τους. Μαζί με τα καλά ποιήματα
ανακατευτήκανε και της κακής ώρας των επιθεωρήσεων. Αυτά τα τελευταία χαλάσανε
το γλωσσικό αίσθημα του λαού και τη γλώσσα των καλών ποιημάτων,
Εν' απ’ αυτά είναι η
«Αγνώριστη» του Σολωμού, που την άκουσα από μια παρέα μεθυσμένων - απ’ αυτούς,
πού πίνουνε, για να ξεχνάνε κι όμως θυμούνται περισσότερο τα πεθαμένα τους. Και
τα μοιρολογάνε σε κακά χάλια.
Άκουσα λοιπόν την
«Αγνώριστη», αγνώριστην όνομα και πράμα! - του Σολωμού.
Ο Σολωμός τραγούδησε μιαν
άγνωστη, που κατέβαινε από το βουνό (την είδε ή
μάλλον την φαντάστηκε) ασπροντυμένη
Αλλ' ας
ιδούμε την πρώτη στροφή του ποιήματος και την πέμπτη (γιατί αυτές μοναχά τραγουδάει
ο λαός);
Ποια είνε τούτη,
που κατεβαίνει
ασπροντυμένη
οχ το βουνό;
Κόκκινα κι όμορφα
έχει τα χείλα
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς κλπ.
Πώς το λέγει ο λαός; Με μεγάλη φθορά κι αλλαγή του κειμένου.
Πρώτα πρώτα
η ασπροντυμένη έγινε «στα ολόμαυρα ντυμένη». Δηλαδή, η άσπρη οπτασία έγινε
μαύρη. Ίσως γιατί έπρεπε μια αγνώριστη, που
κατεβαίνει απ’ το βουνό, να είναι... ορφανή και να φοράει τα μαύρα. Ετσι είναι πιο… συμπαθητική! Αλλά μαζί με το χρώμα του έχασε ο στίχος και το μέτρο του κι' από
πεντασύλλαβος έγινε εφτασύλλαβος. Ο τέταρτος
στίχος έχασε το ιδιωματικό του «οχ το βουνό» και προσαρμόστηκε στον πανελλήνιο τύπο «απ’
το βουνό». Και του τετάρτου ο στίχος της πέμπτης στροφής η «ροδαριά» έγινε
ροδωνιά.
Αλλά δεν
είναι τίποτα μπροστά οι αλλαγές αυτές μπροστά στις προσθήκες που κολλήσανε του
απλού αυτού ποιήματος. Να πώς το λέγανε οι μεθυσμένοι:
Ποια είνε κείνη
που κατεβαίνει
στα ολόμαυρα
ντυμένη
απ’ το βουνό;
Βαστά στο χέρι της
χρυσό καλάθι-
λουλούδια μάζευε
απ’ το βουνό
Να τα προσφέρει
στον εραστή της
που τον ελάτρευε
τόσον καιρό!...
Είναι πολύ περίεργη αυτή η
καταστροφική ενέργεια του λαού επάνω στα «λόγια» ποιήματα, αντίθετα με την
βελτιωτική του ενέργεια στα δικά του τα τραγούδια. Τα δημοτικά τραγούδια
αρχίζουνε άτεχνα κι από στόμα σε στόμα στρώνουνε. Απορρίπτουνε τα
περισσευούμενα συμπυκνώνουνε τα όσα μένουνε. Κ' έτσι φτάνουνε ν' αποχτήσουν
εκείνην την κλασσική τελειότητα, που τα κάνει μοναδικά στις φιλολογίες όλου του
κόσμου.
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου