Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Οταν η χούντα λογόκρινε τον Κριαρά

Οταν η χούντα λογόκρινε τον Κριαρά (και τον Σολωμό)



Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς επρόκειτο να δημοσιεύσει μια μονογραφία για τον Διονύσιο Σολωμό, βιβλίο που θα κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις της Εστίας. Οπως υποχρεούντο οι συγγραφείς και οι εκδότες υπέβαλε σελιδοποιημένη την εργασία του στην επιτροπή λογοκρισίας. Και ο ευσυνείδητος υπάλληλος έκανε τη δουλειά του. Περιέκοψε κάθε φιλολογική αναφορά σε πηγές που εθεωρούντο από αριστερές (Βαλέτας, Βάρναλης, Βέης) έως βέβηλες (όπως ο σατιρικός και δημοτικιστής Γιάννης Βηλαράς, 1771-1823).

Η δουλειά έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο. Ο λογοκριτής διάβασε το κείμενο και όπου γινόταν παραπομπή στα επίμαχα πρόσωπα έσβηνε με μαρκαδοράκι. Ο χαρακτηρισμός του εθνικού ποιητή μας από τον Βάρναλη ως «προοδευτικός αριστοκράτης» ήταν ενάντια στην «εθνική αφήγηση». Ανοσιούργημα θεωρήθηκε και η εκτίμηση του Βάρναλη ότι «το κείμενο τη "Γυναίκας της Ζάκυθος" στέκει δίπλα στο κείμενο του Μακρυγιάννη για τα διδάγματα που μπορεί να μας δώση». Το θέμα δεν ήταν τι υποστήριζαν ο Βάρναλης ή ο Βαλέτας. Το θέμα ήταν η αναφορά στο όνομά τους. Αρκούσε, συνήθως, η διαγραφή τους. Μαθημένοι άλλωστε οι λογοκριτές, διέγραφαν τους εχθρούς του έθνους ακόμη και από τις σημειώσεις και τα ευρετήρια. Ενας συστηματικός φιλόλογος με πρόσβαση στο σύνολο των λογοκριμένων μελετών θα μπορούσε να συντάξει το index των απαγορευμένων συγγραφέων της χούντας.

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

Πολλοί ἂνδρες φοβοῦνται τήν παντρειά γιά τά βάσανα πού ἒχει καί γιά τή σκλαβιά—κι αὑτό δέν εἲναι τό μικρότερο βάσανο. Κι ὃσοι δέν τή φοβοῦνται άπό τά πρίν, θά τή φοβηθοῦν κατόπι.
Ὑπάρχει συζυγική εὐτυχία; Ὃσο ὑπάρχει κ᾽ ἡ ἂλλη. Ἡ εὐτυχία εἲναι πρᾶγμα ἀρνητικό: ἀπουσία πόνου φυσικοῦ καί ἡθικοῦ. Οἱ γεροί σωματικά καί ψυχικά ἒχουνε περισσότερα ἀτοῦ γιά νά ὑποφέρουν λιγότερο.
Ὃλ᾽ οἳ παντρεμένοι, ἀρσενικοί καί θηκυκοί, συνειθίζουν νά κλαίγονται. Εἲτε πραγματικά εἲτε άπό σύστημα. Ὁ εὐτυχισμένος στό γάμο του θεωρεῖται ἀπό τούς ἄλλους γιά κατώτερον ὂν ἀναίσθητος ἣ κουτός.
Γενικά ὂμως ὂλοι τραβᾶνε τό κάρρο τους καί δέν τούς μένει καιρός γιά συζήτηση. ‘Αλλοι άπό περηφάνεια δέν ὀμολογοῦν, πώς μετανιώσανε. ‘Αλλοι άπό σκεπτικισμό ὑπομένουν τή μοῖρα τούς: “δἐν ὑπάρχει πουθενά ὀλοκληρωτικῆ εὐτυχία” σοῦ λένε ἣ “καί τό νά παντρευτεῖς κακό καί τό να μῆν παντρευτεῖς χειρότερο”. ‘Αλλοι άπό θρησκευτικῆ ἐγκαρτέρηση δέν ἒχουν τήν ἀπαίτηση νά ναι καλύτερ᾽ἡ ζωή στήν Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος: “ἐν ίδρῶτι τοῦ προσῶπου σου φαγεῖν τόν ἂρτον σου” λέει ἡ Γραφή. Καί τέλος, οἳ περισσότεροι, μετατοπίζουν τό ενδιαφέρο τοῦ γάμου άπό τόν ἐαυτό τους στά παιδιά κι άπό τό ἐγωιστικό τους ἒνστιχτο στό ἀλτρουϊστικό χρέος νά κάνουν τή ζωῆ τῶν παιδιών τους καλύτερη άπό τή δικιά τους.
Κι ὃμως. ‘Εξω άπό τους οἱκονιμούς κυρίως λόγους πού κάνουνε τήν παντρειά δύσκολη κι ἐπομένως δυστυχισμένη (“ὃπου φτώχεια καί γκρίνια”) οἳ ψυχολογικοί ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο συντελεστῆ τῆς γκρίνιας. Ἡ ἀσυνεννοησία. ‘Αφοῦ κι ὃταν εἲναι μοναχός του κανείς συχνότατα δέν μπορεῖ νά συνεννοηθεῖ μέ τόν ἐαυτό του, πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά συνεννοηθεῖ μέ ἂλλον διαφορετικοῦ φύλου καί διαφορετικῆς ψυχολογίας.
Μάλιστα. Διαφορετικῆ ψυχολογία καί διαφορετικός τρόπος σκέψης. ‘Αλλά συμβαίνει άπό καταβολῆς κόσμου να μήν τό ἒχουν καταλάβει αὑτό τό ἀτράνταχτο δεδομένον οὒτε οἱ ἂνδρες οὒτε οἱ γυναῖκες. ‘Από τή στιγμή πού θά τό καταλάβουν, πώς δέν ὑπάρχει ταυτότητα φυσιολογικὴ και ψυχολογικὴ κ᾽ ἐπομένως ταυτότητα προορισμοῦ, ἡ ἀσυνεννοησία θά καταλὴξει στήν ἀρμονικὴ διαβίωση, στὴν άμοιβαία συμπλήρωση τοῦ φυσικοῦ καί κοινωνικοῦ ἒργου τῶν ζευγαριῶν. Αὐτὴ ἡ ἀρμονία τῶν αντιθέσεων κι ἂν τὴ δεχόμαστε συνειδητὰ κι ἂν ὂχι, εἲναι ἡ μόνη δυνατὴ συνεννόηση τῶν δυὸ φύλων.
Κατηγοροῦμε συνήθως τίς γυναῖκες γιά εγωίστριες, ἐπιπόλαιες, ἀλόγιστες καί ματαιόσχολες. Οἱ γυναῖκες πάλι κατηγορῦνε τούς ἂντρες γιά αὐταρχικούς, ἀναίσθητους, συμφεροντολόγους κι ἂπιστους. ‘Αλλά συμβαίνει νά ἒχουν οἱ ἂντρες δίκιο, γιατὶ αὐτοί ναι οἱ δικαστές. Εἲναι κοινωνικὰ προνομιοῦχα ὂντα. Ἡ γυναίκα δέν εἲναι ἲση μέ τόν ἂντρα ἀπέναντι τῶν κοινωνικῶν νόμων, ἀλλ᾽εἲναι ἲση (ὃχι ὃμοια) μέ τόν ἂντρα ἀπέναντι τῶν φυσικῶν νόμων, ἂν ὂχι κι ἀνώτερή του. Στή γυναίκα ἒχει ἐμπιστευθεῖ ἡ Φύση τὴ μεγάλη λειτουργία τῆς μητρότητας κι ἀπ᾽αὐτὴ τὴν λειτουργία πηγάζουν ὃλες τίς οἱ ψυχολογικές καί πνευματικές διαφορές της μὲ τὸν ἂντρα.
Ἡ γυναὶκα εἲναι ἀλτρουιστικὴ κι ό ἂντρας ἐγωιστὴς. Ἡ γυναὶκα διαισθητικὴ κι ὁ ἂντρας λογικός. Ἡ γυναὶκα πραχτικὴ κι ὁ ἂντρας θεωρητικός. Ἡ γυναὶκα θυσιάζεται κι ὁ ἂντρας θυσιάζει.
Ἡ γυναὶκα ζηλεύει πραγματικὰ κι ὁ ἂντρας ἒχει ἀπλῶς φιλότιμο (τί θά πεῖ ὁ κόσμος!) Κ’ ἐπειδὴς ἡ γυανίκα τό ξέρει πὼς εἲναι ἀδικημένη ὑποφέρει καί γκρινιάζει περισσότερο ἀπό τόν ἂντρα (ἡ διαβόητη “γλῶσσα” της!).
Ὃταν τὸ καταλάβουν αὐτό τό πρᾶγμα κι οἱ δυὸ, τότε θά ὑπάρξει ἀρμονία δηλ. Συνεννόηση τῆς ἀσυνεννοησίας καί τότες, ἒξω ἀπό τούς οἰκονομικοὺς λόγους, θὰ λείψει ἡ σπουδαιότερη αἰτία τῆς συζυγικῆς δυστυχίας.
Κ.ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Προοδευτικός Φιλελεύθερος 22/1/1951

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Οι πόνοι της Παναγιάς


Εργο του Γιώργου Φαρσακίδη



Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!



Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Το ραδιόφωνο

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ


Ο μόνος τρόπος να βρεις ησυχία και σιωπή στο σπιτικό σου είναι να μπάσεις σ’ αυτό ένα μεγαλύτερο θόρυβο. Αυτό δεν είναι θεωρητική παραδοξολογία, είναι σοφία της πείρας. Έτσι και ο Κορνάρος του «Ερωτόκριτου» όταν μας βεβαιώνει πως ο μεγαλύτερος πόνος «σχολάζει» το μικρότερο, δεν κατεβάζει καμιάν ιδέα από τον ουρανό παρά μορφοποιεί και φ ι ξ ά ρ ε ι μιαν αλήθεια της ζωής.
Όποιος λοιπόν δεν έχει παιδιά να χαλούνε τον κόσμο και ν’ απασχολούνε τη γυναίκα του, ας πάρει ραδιόφωνο να γλυτώσει από τις φωνές της!
Ήταν ένας καλός άνθρωπος. Και καλός άνθρωπος θα πει βολικός και φιλήσυχος, άρα κορόιδο των άλλων. Μπορεί στο αυτί η καλοσύνη κ’ η βλακεία να διαφέρουν ηχητικώς, αλλά συνηχούν εννοιολογικώς. Το ίδιο και στην αρχαία γλώσσα η λέξη ε υ ή θ ε ι α, επειδής εσήμαινε καλοσύνη, κατάντησε να σημαίνει βλακεία.
***
Για να χει λοιπόν την ησυχία του ο καλός άνθρωπος υποχωρούσε στη γυναίκα του και στην ψυχοκόρη. Αλλ’ όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες έχουνε τον κάλο τους. Μόλις τον παραπατήσει ο άλλος, γίνεται έκρηξη! Καυγάς. Και τον καυγά τον αρχίζει πάντα η γυναίκα όπως τον πόλεμο τον αρχίζει πάντα ο περισσότερο εξοπλισμένος.
Αλλά ποιός άνδρας μπόρεσε να τα βγάλει πέρα στον καυγά με μιά μονάχα γυναίκα και πολύ περισσότερο με δυo και τρείς; Η γλώσσα της γυναίκας κόβει βαθύτερα και γρηγορότερα και σταματάει τελευταία – αν σταματήσει. Συχνά λοιπόν ο καλός άνθρωπος είχε τους σπιτικούς καυγάδες του. Και φυσικά αυτός ήτανe ο ηττημένος και δυστυχής. Όπου μιάν ωραίαν πρωίαν η γυναίκα του του λέει:
- Να πάρουμε ένα ραδιόφωνο!
- Ραδιόφωνο; Ξεφώνησεν ο κακομοίρης. Ξέρεις πως δεν μπορώ ούτε να το ιδώ όχι και να τ’ ακούω ολημερίς αυτό το δολοφονικό κασόνι! Γρρρ! γρρρ! … να γρυλλίζει σαν εξαγριωμένος σκύλος! Να σκοτώνει σ’ όλες τις γλώσσες κάθε λογής μουσική. Και να με πληροφορεί κάθε βράδι την ίδια ώρα πώς ο πόλεμος θα γίνει και να μην … ανησυχώ.
- Το αγόρασα κιόλας.
- Άμα μπει δω μέσα αυτή η λαιμητόμος, θα την σπάσω με τον μπαλτά.
***
Δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτό το ζήτημα. Μετά δυο-τρείς βδομάδες ήρθ’ ένα βράδι στο σπίτι μια συγγένισσα, που έλειπε στο Παρίσι. Βαστούσε κ’ ένα μπόγο.
- Σας έφερα ένα παριζιάνικο δώρο…
Κι ανοίγει τον μπόγο και ξεπετιέται από μέσα, αστραφτερή κι ακονισμένη, η λαιμητόμος.
- Αμάν! Έκανε ο άντρας! Να το πάρεις πίσω, λέει της συγγένισσας.
- Δεν κάνει να την προσβάλλεις, επεμβαίνει η κυρά! Θα δεχθούμε το δώρο, αλλά δεν θα το χρησιμοποιήσουμε.
Και του έκανε νόημα, πώς θα το πουλήσουν αύριο κιόλας!
Άμα έφυγε η συγγένισσα, η γυναίκα κ’ η ψυχοκόρη βάλανε το ραδιόφωνο στην πρίζα.
- Να το δοκιμάσουμε τουλάχιστο!
Σκύψανε απάνου, μαρμαρώσανε ακίνητες, βάλανε λουκέτο στο στόμα κι ακούγαν εξώκοσμες, αφαιρεμένες και… καλές. Κάτι πήγε να πεί ο άντρας.
- Σούτ! Του κάνανε με το δάχτυλο.
Γαλήνη κ’ ησυχία βασίλεψε κείνο το βράδι στο σπίτι. Ξελαρυγγιζότανε το ραδιόφωνο, σιωπούσαν οι γυναίκες. Μωρέ, βρήκα τη σωτηρία μου είπε το αιώνιον θύμα! Κι από τότε, μόλις έρθει στο σπίτι, βάζει το ραδιόφωνο να δουλεύει – κι αυτός τρώγει, διαβάζει, ξαπλώνεται ήσυχος κι ανενόχλητος.
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(Φιλελεύθερος Προοδευτικός 16/3/1951)
Το φύλλο από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Η αγωνία του Ιούδα

Η αγωνία του Ιούδα (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται. 
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
 Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή. 
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.

Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, - αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.

Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!

Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,—
ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…
Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.

Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές! —
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)
του ’πα σιγά: — «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
— «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!

Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!

Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.

Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.

(Θυμάται τη μάνα του)

Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
θα πουν οι εμπόροι των θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!


Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Ο μεγαλύτερος σταθμός




Αναδημοσιεύουμε από το blog Λογοτεχνικά Αναλόγια το χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη με τίτλο «Ο μεγαλύτερος σταθμός» που συμπεριλαμβάνεται στον τόμο «Αισθητικά Κρητικά Σολωμικά» στις σελ.278-280:


                          O MEΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Κάποιο "απόδημο" περιοδικό με ρώτησε :
-Ποιός είναι ο μεγαλύτερος σταθμός της νεοελληνικής λογοτεχνίας ;
Kι απάντησα :
 - O μεγαλύτερος σταθμός της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι η ... αφετηρία της:
δημοτικό τραγούδι, Κάλβος, Σολωμός.
Αλλά δεν δικαιολόγησα τη γνώμη μου. Ας το επιχειρήσω εδώ.
Το τραγούδι του λαού είναι "πηγαίο " δεν θα πει άτεχνο. Τουναντίον είναι πολύ τεχνικότερο απ'όλη την "έντεχνη ποίηση " των βιρτουόζων του στίχου. Και για τη γλωσσική του ακρίβεια και για την κλασσική του απλότητα και για τη δραματική του συντομία είναι παράδειγμα " μη περαιτέρω ". Όλες αυτές τις ιδιότητες τις απόχτησε στο χωνευτήρι του Χρόνου και της ομαδικής ψυχής του λαού που το γέννησε.
Και δεν είναι μόνο η μορφική του τελειότητα, που το κάνει άφθαστο. Είναι η ουσία του. Η ουσία του είναι η αληθινή κι αντικειμενική - κι όχι πλαστή κ'υποκειμενική. Μέσα σ'αυτό ζει παντοτινά η υγεία του λαού - η αγάπη της ελευθερίας. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη υγεία από την αγάπη της ελευθερίας. Είπανε μερικοί ιδεαλιστές (φιλόσοφοι" εκ των άνω " ) πως ουσία της ποίησης είναι το ιδανικό. Ουσία της ποίησης είναι η Ελευθερία - το ανώτατο και καθολικότατο ιδανικό όλων των ανθρώπων κι όλων των καιρών. 

 Ο Κάλβος στάθηκε το ίδιο ποιητής της Ελευθερίας. 'Οχι της δικής του παρά του έθνους δηλ. του λαού. Ασκητικός, περήφανος κι αψηλονόητος τραγούδησε την Ελευθερία και την Αρετή. (Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη Αρετή από την Ελευθερία! ) με λόγια, που τα "εμψύχωνε το φύσημα του Θεού" και σαν αητός "απ'έναν βουνόν εις άλλο πετούσε τα δύσκολα κρημνά της αρετής επιβαίνων " . Ύμνησε τους αγωνιστές, καταράστηκε τους προδότες και τους ξένους "προστάτες" και στάλθηκε ως την τελευταία του ώρα "με τη λύρα του ολόθρος σιμά εις του μνήματός του τ'ανοικτό στόμα", χωρίς να "θαμβωθή από πλούτη ή μεγάλα ονόματα ή σκήπτρων ακτίνες " !
 Με το λαό και υπέρ του λαού - υπέρ της ελευθερίας του λαού. Έτσι από άτομο κλειστό. που είτανε, απλώθηκε στο λαό κι έγινε σύνολο.

Το τρίτο μεγάλο Μάθημα της νεοελληνικής Γραμματείας είναι ο Σολωμός. Μάθημα ποιοτικού ήθους "απόλυτης " τεχνικής και καθολικότητας των ιδεών. Μάθημα ελευθερίας εθνικής και πνευματικής μαζί . Φωτοδότης κι όχι φωτοσβέστης. Είταν από εκείνους που "αγαπούν και σέβονται και λατρεύουν την Τέχνη τους, ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής και ομοιώνονταν με τα συμβεβηκότα. ("Διάλογος") . Αγωνίστηκε να ελευθερώσει το έθνος κι από τους ξένους τυράννους κι από τους ντόπιους. "Άλλο δεν έχω στο νου μου παρεξ ελευθερία και γλώσσα" . "Ίσως αναθεματίσετε την ώρα της επαναστάσεως " λέγει στους σοφιολογιότατους.  "Όχι! Όχι! Η Ευρώπη, που έχει προσηλωμένα εις εμάς τα μάτια της, για να ιδεί υπού συντρίβουμε τες άλλυσες της σκλαβιάς, δε θέλει μας ιδεί ποτέ να υποταχθούμε εις τριάντα τυράννους ξύλινους! "

Πηγές υγείας οι τρεις πρώτες πηγές του νεοελληνικού Πνεύματος. Από τις πηγές αυτές δεν πήρε τίποτε η κατοπινή και μάλιστα η σημερινή μας έντεχνη ποίηση. Το "ύδωρ ζων" έγινε λόγος νεκρός. Μόνον ο Παλαμάς προσπάθησε να σταθεί δίπλα στο λαό "χαλαστής και πλάστης". Έχουμε βέβαια εξαίρετα ποιήματα - αλλ'ατομικά όχι καθολικά. Γι'αυτήν την "κατιούσα" δεν φταίνε μόνο τα άτομα παρά κι η εποχή τους. Εποχή "κατιούσα" . Εποχή άρρωστη, ποιητές άρρωστοι! Ηγεσία σκλάβα, ποιητές σκλάβοι! Όμως ο λαός διατηρεί την υγεία του και την αποδείχνει σε πρώτην ευκαιρία .

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Το νέο θαύμα



Από ανάρτηση στην ομάδα Κώστας Βάρναλης το χρονογράφημα με τίτλο «Το νέο θαύμα» που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (22/1/1954):

ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ
ΤΟ ΝΕΟ ΘΑΥΜΑ
ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗ

Κάθε τόσο κ’ ένα θαύμα! Πού αλλού; Στη χώρα των θαυμάτων, στην πρώτη χώρα του “δυτικού” … πρωτογονισμού! Τα θάματα γίνονται για να σωφρονιζόμαστε και να βαδίζουμε το δρόμο του Θεού, στον … έρημον τούτο δρόμο, που δε συναντάς ψυχή. Φαίνεται, λοιπόν, πως ή εμείς είμαστε πολύ ξεροκέφαλοι και δεν αλλάζουμε μυαλό ή πως είμαστε πολύ έξυπνοι και δεν τα πιστεύουμε. Πάντως αυτό το τελευταίο θαύμα, που έγινε σε κάποιο χωριό της Λάρισας (ευτούν’ η Λάρ’σα έχει, φαίνεται, το διάολο μέσα της κι όλο κάτι τέτια μας ξεφουρνίζει, για να γελάει!) ένας χωριάτης, γυρίζοντας από το χωράφι του εγλίστρησε κ’ έπεσε μέσα σ’ ένα λάκκο. Τι φταίει ο λάκκος; Όλ’ η χώρα είναι Λάκκος, όπου πέφτουμε όλοι χωρίς να το θέλουμ’ εμείς ή μας ρίχνουν οι “άλλοι”, που το θέλουν. Αλλ’ ο χωριάτης ο Λαρισινός έπεσε στο λάκκο «εξ απροσεξίας» του. Επομένως αθώος ο λάκκος. Κι όμως ο χωριάτης, σαν χωριάτης, τα ‘βαλε με το λάκκο. Και με το Θεό. Και μόλις βγήκες έξω, «επεχείρησε να υβρίσει τα θεία, αλλά παραδόξως δεν ηδυνήθη να προφέρει λέξιν. Έχασε τη φωνή του»!
Αυτό, λοιπόν, το πράμα είναι θάμα. Γιατί γίνεται για πρώτη φορά. Εδώ όλοι βλαστημάνε πρωί και βράδι για το τίποτα ή για το γούστο τους κι όμως όχι δεν χάνεται η φωνή τους παρά και δυναμώνει. Κ’ οι ίδιοι προοδεύουν! Όλοι οι βλάστημοι, οι θεομπαίχτες, οι ιερόσυλοι κ’ οι λαοπλάνοι βρίσκονται στην κορυφή του … «πολιτισμού».
Φαίνεται, πως ο Λαρισινός χωριάτης, θα βλαστήμησε μάλλον τους διαβόλους. Κ’ οι διάβολοι, δε συχωρνούν! Και του πήρανε τη φωνή. Κι αυτό το είδος της τιμωρίας το συνειθάνε όλα τα φαντάσματα και τ’ αερικά. Ξέρουμε, πως οι Νεράιδες όταν χορεύουνε στο δάσος με το γεμάτο φεγγάρι, άμα τις ιδεί κανείς και μιλήσει, του παίρνουν αμέσως τη φωνή!
Πάντως ο χωριάτης που έχασε τη φωνή του, δεν έχασε και μεγάλα πράματα. Προηγουμένως έχει χάσει το ψωμί του. Και τώρα ένας λιγότεροι θα φωνάζουνε στην “ύπαιθρο”: Αμάν! Σώστε μας από την … “ευημερία”. Αν μάλιστα κι όλ’ οι άλλοι αγρότες και μαζί μ’ αυτούς κ’ οι εργάτες κ’ οι υπάλληλοι, που έχουνε πέσει όλοι τους μέσα στο λάκκο της … “ευημερίας” και δεν μπορούνε να βγούνε, χάνανε τη φωνή τους, καμιά … φωνασκία δεν θα έφτανε στα Υπουργεία απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας για να διαμαρτύρεται και να … βλαστημά!
Αλλά το λαρισινό τούτο θάμα είναι λειψό, δεν αρκεί να χάσει ο ραγιάς τη φωνή του για να μην ακούγεται. Πρέπει να χάσει και την όρασή του να μη μας βλέπει. Εννοώ τη σκέψη του, για να μην καταλαβαίνει. Πρέπει η “παιδεία” μας να στραβώνει ακόμα περισσότερο τα κορόιδα. Γιατί, όπως λέει και κάποιος αστείος, «όσο πιο στραβό το κορόιδο, τόσο πιο ντρέτα πορπατεί» ήγουν τόσο περισσότερο δεν καταλαβαίνει.
Ένας λαός αστόμαχος, άλαλος και άνους θα είταν ο ιδεωδέστερος λαός τέτιου ιδεωδεστάτου “πολιτισμού”. Κ’ οι σοφοί δεν θα πονοκεφαλούσανε πώς θ’ αντικαταστήσουνε τους εργάτες με … πιθήκους.