Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Ξεπεράστηκαν «Οι Μοιραίοι»;

Κάποιος νέος από τη Λάρισα στέλνει επιστολή στον Βάρναλη στην οποία εκφράζει την άποψη ότι το ποίημα «Μοιραίοι» είναι ξεπερασμένο. Και ο Βάρναλης απαντά...  

MIA AΠΑΝΤΗΣΙΣ

Απαντώ σ’ έναν άγνωστο φίλο μου, από τη Λάρισα, νεαρόν, ως φαίνεται, αφού με προσφωνεί «σεβαστόν» (καλοσύνη του). Μου γράφει πολλά καλά, αλλά σα νεαρός έχει το θάρρος της γνώμης του (αυτό μου αρέσει) και μου κάνει και μερικές παρατηρήσεις. Αλλά και να με έβριζε ακόμα δε θα ξαφνιαζόμουνα (έχω συλλογή από βρισιές, που τις φυλάω ως.. κόρην οφθαλμού! )
Απαντώ σ’ ένα μονάχα σημείο της επιστολής του που αφορά το ποίημα «Μοιραίοι», που έτυχε να είναι το πιο ευρύτερα γνωστό νεοελληνικό ποίημα. Κ’ επομένως η απάντηση μου δεν αποτελεί υπόθεση δύο ατόμων, αλλ’ αποτείνεται και σε πολλούς άλλους, που έχουν ή μπορεί να έχουν την ίδια άποψη με τον επιστολογράφο μου.
Μου γράφει λοιπόν:
«Θα θελα ακόμα να λεγα κάτι για τους «Μοιραίους» σου, που είναι μοιραίο –να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται μιαν αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια.
Δεν πίνουνε πια κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί δεν έ χ ο υ ν.  Κ’ η λατέρνα δε στριγγλίζει πια, γιατί την έδιωξε το αφηνιασμένο ραδιόφωνο. Ο γιος του Μάζη μπορεί ακόμα να ναι στο Παλαμήδι, αλλά μπορεί να ναι και στον Αϊ-Στράτη, ενώ η κόρη του Γιαβή δεν αποκλείεται να παραθερίζει στο… Τρίκερι. Κ’ ύστερα οι Μοιραίοι δε θα λέγανε σήμερα ότι «φταίει ο Θεός, το κεφάλι το κακό τους ή πρώτ’ απ’ όλα το κρασί. Τόρα ξέρουνε οιλύ καλά ποιος τους φταίει. Μόνο που δεν το λένε φωναχτά. Και λίγ’ είναι εκείνοι, που «δειλοί, μοιραίοι κι’ άβουλοι αντάμα προσμένουν, ίσως κάποιο θάμα». Πολλοί απ’ αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τόρα αναπαύονται γ ι α π ά ν τ α!....
Να χω άραγε δίκιο;»
«Οι Μοιραίοι» γραφτήκανε πριν από 30 χρόνια! Αλλά για τα έργα της Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ξύπνησε συνειδήσεις.
Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρό εκείνω, όπως υπάρχουνε και σήμερα. Το ποίημα, χ τ υ π ά ε ι  κείνην τη μερίδα του κόσμου που λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι’ αυτό-εγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα».
Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι ήσαν περισσότεροι και τόρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι, πώς υπάρχουνε, υπήρχανε και θα υπάρχουνε «Μοιραίοι», όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι’ όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την τύφλωση του Έθνους.
Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι’ αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινόμαστε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι’ ότι θα γίνεται μέχρι συντελέσεως του κράτους δικαίου! Όλ’ η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή μοιρολατρείας του λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδος δεν ντρέπονται να παρουσιάζονται ως «σωτήρες» («το θάμα» ! )

Δυστυχώς όλοι αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι· είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το χ τ ύ π η μ α των Μοιραίων είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».

Φιλελεύθερος Προοδευτικός  (6/9/1951)

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Μετά από τη ζωή

Αναδημοσιεύουμε από την ομάδα Κώστας Βάρναλης στο Fb χρονογράφημα “Μετά από τη ζωή” που περιλαμβάνεται στο βιβλίο “ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

Μετά από τη ζωή

(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)


Είπες: “Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη” κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: “Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα”• ο παπάς σού έψαλε: “Αιωνία η μνήμη”• και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: “Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943″.
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε “ιεροσυλία”. Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: “Ο θάνατός σου ζωή μου”.
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική• αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους• αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και “παν, παν…”
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την “ταυτότητά” τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός) δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα• θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα “ονόματα” των άλλων• κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι “αυτοί”.
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το “εγώ” του.
Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο “ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Σουκατζίδης: Στα έσχατα του ηθικού μεγαλείου



Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Αν για όλους τους λαούς της γης η Πρωτομαγιά είναι γιορτή εργατική για τους Ελληνες θα πρεπε να ‘ναι γιορτή εθνική. Η πρωτομαγιά 1944 έγραψε με το αίμα διακοσίων παλικαριών τη λαμπρότερη σελίδα της νεοελληνικής σελίδας. Διακόσιους Χαϊδαριώτες ομήρους τους στήσανε στον τοίχο του «Θυσιαστηρίου της λευτεριάς» και τους εκτελέσανε με το πολυβόλο - περιττό να πούμε ποιοι! Αυτοί, που τους αθωώνουμε.  Ολοι τους κάνανε το πήδημ’ από τη ζωή στο θάνατο χορεύοντας και τραγουδώντας σαν τις ηρωίδες του Ζαλόγου. κι όλοι τους πέσανε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενο» σαν τους τριακόσιους των Θερμοπυλών»
Αλλ’ ένας απ’ αυτούς ο Ναπολέων Σουκατζίδης έφτασε τα έσχατα όρια του ηθικού μεγαλείου γιατί του είπανε να φύγει και να ζήσει κι αυτός αρνήθηκε. Αρνήθηκε να βάλει στη θέση του άλλου Ελληνα.
*
Αλλ’ ας αφήσουμε να μας διηγηθεί την ιστορία ένας αυτόπτης μάρτυρας (και με τις δυο σημασίες της λέξης) αυτής της Μεγάλης Στιγμής, ο εξόριστος συγγραφέας Θέμος Κορνάρος: «Ποτέ δεν είχαμε δει την Αθήνα πιο όμορφη. Είχε ντυθεί στα μενεξελιά πρωί-πρωί. Όλα τα βουνά κι οι κ΄μποι περιμένουνε την ίδια στιγμή το μεγάλο μήνυμα… Το στρατόπεδο είναι έτοιμο. Οι εκατονταρχίες παίρνουνε τη θέση τους στη μεγάλη αυλή του 30 μπλοκ… Ο ματοβαμμένονος Απρίλης πέρασε. Η πρωτομαγιά έχει ανοίξει τον καινούργιο μήνα με καλά σημάδια… Τέτοια είναι η ξεγνοιασιά, που για πρώτη φορά ακούγονται, γέλια, πειράγματα και δυνατά κουβεντολόγια, στην παράταξη. Ο θάλαμος Νο1 έχει δική του χωριστή εκατονταρχία. Εκατονταρχία τη λέμε κι ας έχει 260!...
Ο Ναπολέων γελαστός, πρόθυμος, στολισμένος, με γυαλισμένα τα παπούτσια του, φρεσκοξυρισμένος σα να τον έχουνε καλέσει σ’ επίσημη γιορτή.
-         Σήμερα δεν έχει αγγαρεία, Ναπολέων;
-         Δεν πιστεύω, απαντά…
*
Το πάρε δώσε σταμάτησε με την παρουσία της φρουράς… Πιάνουνε τις γύρω θέσεις σε τρόπο, που ολόκληρη η παράταξη είναι πολιορκημένη. Τους βλέπουμε και γονατίζουνε. Στάση βολής. Τα αυτόματά τους στραμμένα απάνω μας. Πρώτη φορά όλοι είναι οπλισμένοι μ’ αυτόματα. Τα μεγάλα πολυβόλα στις σκοπιές σηκώθηκαν. Πίσω απ’ αυτά είναι τοποθετημένα τα μικρότερα. Οι φρουροί διπλοί και με κράνη.
Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια
-         Ισως να γίνει αποστολή για τη Γερμανία!...
Ο διοικητής έρχεται με τον υποδιοικητή και δύο αξιωματικούς της Μέρλιν. Τι γυρεύουνε αυτοί οι δυο;
Ο Ναπολέων παραγγέλλει προσοχή! (Πρέπει να σημειωθεί πως το Ναπολέοντα τον είχανε οι Γερμανοί υπεύθυνο του στρατοπέδου. Οι όμηροι τον αγαπούσανε γιατί ήταν παλικάρι άφοβο). Όλα τα μάτια στρέφονται στους 260 (σημ. έχει ήδη κυκλοφορήσει η πληροφορία πως θα εχτελεστούν οι 200 απ’ αυτούς).  Χωρίς την παραμικρή νευρικότητα παρακολουθούνε τον κατάλογο που ξεδιπλώνεται από τα χέρια του διοικητή… Βαριά, χωρίς αγριάδα, ακούγεται η φωνή του διοικητή. Φωνάζει κάποια ονόματα. Είναι τα παιδιά των συνεργείων και του μαγειρείου.
-         Εσείς πηγαίνετε! Στη δουλειά του καθένας!
 Μια φωνή αγνώριστη, τσακισμένη βγαίνει από το τετράγωνο στήθος του διοικητή. Λέει το πρώτο όνομα του καταλόγου… Ένα λαστιχένιο κορμί τινάζεται, ορμά εμπρός, κάνει τρία βήματα ανοιχτά και γυρίζει απότομα σε μας.
-         Έχετε γεια! Κουράγιο και αξιοπρέπεια παιδιά!
-         Δημήτρης Ρόδης!
Η απάντηση δεν είναι βγαλμένη από στήθος ανθρώπου. Ένας ολόκληρος λαός μαίνεται και μουγκρίζει μέσα στο «παρών» αυτό!...
Όσοι απομείνετε πέστε στους καπνεργάτες μου πως δεν τους πρόσβαλα…».
*
 «περίμενε (ο Διοικητής) σκυφτούς, θλιβερούς κατάδικους να πορεύονται σα θύματα ελεεινά στον τόπο της εκτέλεσης. Και βρίσκεται μπροστά στο μεγαλείο των Θερμοπυλών: χτενισμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, στολισμένοι σα γαμπροί οι μελλοθάνατοι. Οι άοπλοι μελλοθάνατοι. Στις Θερμοπύλες κρατούσαν ένα όπλο στο χέρι. Περίμενε να δει ένα δάκρυ… βεβαιώθηκε, πως η Γερμανία νικήθηκε… Αυτός είναι ο λόγος που τον βλέπεις τον Διοικητή να έχει ταχυπαλμίες και δύσπνοιες…
Ο Φίσερ, ο διοικητής, φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα!
Πλάι του ακούει δυο τακούνια να χτυπάνε προσοχή και μια φωνή θριάμβου ν’ αντιλαλιέται σαν καμπάνα της Ανάστασης στο άγριο τοπίο του Χαϊδαρίου. Γυρίζει και θωρεί τον Ναπολέοντα μπροστά του ακίνητο, έτοιμο, με το γέλιο του νικητή στο ελληνικό του πρόσωπο και με την Ελλάδα ολόκληρη στ’ αστραφτερά μάτια του ήρωα…
-         Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων…
-         Δέχομαι, κύριε Διοικητά, τη ζωή, μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο, όταν η θέση μου μείνει κενή…
Ο Διοικητή σώπασε. Χτυπά τον Ναπολέοντα στον ώμο και του δίνει το χέρι του.
-         Δεν υπήρξες ποτέ σκλάβος!...
Ο γερο-Μήτσος ο καπνεργάτης, ο Μήτσος Ρόδης από την Καβάλα, ανοίγει το χορό… Διακόσια κορμιά ταλαντεύονται… Δε λέγεται πια τούτο χορός ανθρώπων του πλανήτη μας:
-         Εχε γεια, καημένε κόσμε!
-         Σε γνωρίζω από την κόψη…»
*
Ετσι βάδισε στην αθανασία αυτό το θαύμα, που λέγεται ελληνική ψυχή! Αλλ’ ήρθε η νέα κατάρα και τα σβησε όλ’ αυτά από τα χαρτιά. Δεν τά σβησε όμως κι από την ψυχή του έθνους!
(Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ)
(«ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ», 30 Απριλίου 1952 - από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής)