Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ ο πλαστουργός της νιας ζωής…»

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
«Ο Οδηγητής» του Κώστα Βάρναλη, ήρθε στο επίκεντρο της συζήτησης από την προσπάθεια του πρωθυπουργού να αξιοποιήσει επικοινωνιακά στίχους του ποιήματος.  Αυτό μας έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθούμε με το ποίημα.
«Ο Οδηγητής» είναι από «Το φως που καίει», όχι όμως της πρώτης έκδοσης του 1922 που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Γράμματα» στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, αλλά από τη δεύτερη «ξαναπλασμένη» – όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος – από το τυπογραφείο «Εστία» το 1933[1]. Μέσα στη δεκαετία του 1920 και το εργατικό κίνημα και το κομμουνιστικό κίνημα ωριμάζει στα πλαίσια μιας παγκόσμιας κοσμογονίας. Η ιδεολογική και πολιτική ωρίμανση του ΚΚΕ αυτή τη δεκαετία επέδρασε και στον ίδιο το Βάρναλη.  Η ωρίμανση του Βάρναλη αυτή τη δεκαετία αποτυπώθηκε στη δεύτερη έκδοση του έργου.
Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1930, πράγμα που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι μάλλον γράφτηκε το δεύτερο μισό του 1929. Στη μορφή που ξέρουμε σήμερα το ποίημα έχει 5 (μικρές) αλλαγές.
Τα τραγούδι του «Οδηγητή», το τραγούδι για τον Λένιν όπως ο ίδιος είπε, έγινε αμέσως τραγούδι των εργατικών συγκεντρώσεων και κάποιες φορές αντικαθιστούσε τον ύμνο της Διεθνούς. Άλλωστε «Ο Οδηγητής» είναι βασισμένος στιχουργικά στον ύμνο της Διεθνούς .
Τo ότι «Ο Οδηγητής » είναι αφιερωμένος στον Λένιν το δήλωσε ο ίδιος ο Βάρναλης στο χαιρετιστήριο που έστειλε τον Απρίλη του 1970 για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Β.Ι. Λένιν και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιζβέστια» της Μόσχας.
Στο πρόσωπο του συμβολίζεται η καταλυτική δύναμη του λαού – δημιουργού της ιστορίας. Γι’ αυτό και Βάρναλης βάζει στο στόμα του:
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί —
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Γράφει ο Δ. Γληνός:
«Ο ‘’Οδηγητής’’ (…) είναι  συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξύπνησε και ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει τον σάπιο κόσμο για να πλαστουργήσει τη νέα ζωή».
Αποτιμώντας «Το φως που καίει» ο Γ. Μόσιος γράφει:
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των κοσμογονικών διεργασιών γεννιέται μια εντελώς νέα μορφή του ‘’φωτός που καίει’’. ‘’Ο Οδηγητής’’. Το ελληνικό κίνημα με νέα ιδανικά συνδέεται με την παγκοσμιότητά τους. ‘’Ο Οδηγητής’’ όντως αποτελεί μια παντελώς νέα αρχή: τη λογοτεχνία της νέας μαρξιστικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα, πολιτικής και αισθητικής. Είναι η ιστορική στιγμή, όταν ο λόγιος ποιητικός λόγος ωθείται προς αυτό που οι αρχαίοι Ελληνες ονόμασαν πολιτική ποίηση με το έργο του Καλλίνου και του Τυρταίου. Από το Ρήγα Βελεστινλή αλλά και από το Βάρναλη θα αντλήσουν θέματα και τρόπους ποιητικής έκφρασης οι μεγάλοι θουριογράφοι της Εθνικής μας Αντίστασης»[2].
*  * *
«Στις 22 Σεπτέμβρη του ‘68, γραμμένος σε μεμβράνη και πολυγραφημένος, κυκλοφόρησε ο πρώτος “Οδηγητής”, όργανο της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Λίγες μέρες μετά, ξανατυπώθηκε σε παράνομο τυπογραφείο και κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα. Στην προμετωπίδα του, απ’ το πρώτο φύλλο, τέσσερις στίχοι απ’ το ποίημα “Οδηγητής” του Κώστα Βάρναλη, απ’ όπου είναι “δανεισμένο” και το όνομά του»[3]:
«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής».
***
Στροφές του ποιήματος (1, 4, 8, 10, 12) μελοποιήθηκαν από τον Χρήστο Λεοντή το 1981. το ποίημα έχει 12 στροφές.
Η Αριστέα πέφτει χάμου και κυλιέται σπαράζοντας αγκαλιά με τη μαϊμού. Αφροί κόκκινοι βγαίνουν απ’ τα βαμμένα χείλια της. Κι ουρλιάζουνε κι οι δυο τους σα δαιμονισμένοι.
Ο αγέρας έχει κόψει ολότελα. Μια βαθιά σιωπή καταπίνει τα ουρλιάσματά τους.
Άξαφνα μια πολύβοη αντάρα από νεανικές φωνές περιζώνει ολούθε τη γης. Κι ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή, που σκεπάζει όλες τις άλλες.
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές —
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.   // στην α’ δημοσίευση: με φλογομένες αστραπές
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί —
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες  // στην α’ δημοσίευση: Αλλά κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν. // στην α’ δημοσίευση: στα στήθη μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες // στην α’ δημοσίευση: Άκου, πώς παίρνουν οι αγέροι
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες
και πώς φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της Δουλειάς, // στην α’ δημοσίευση: ένα βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Η μελοποίηση του Χρήστου Λεοντή δεν είναι η μόνη.
Δακτυλόγραφου του Αλέκου Ξένου προς τον Στάθη Τσεκούρα
Δακτυλόγραφου του Αλέκου Ξένου προς τον Στάθη Τσεκούρα
Odigitis1


[1] Δεν είναι η μόνη διαφορά στις δύο εκδόσεις . Αναλυτικά γράφει ο πανεπιστημιακός Γιάννης Μότσιος «Το φως που καίει του Κώστα Βάρναλη» στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» που είναι αφιερωμένο στον ποιητή, τχ 41-42.
[2] Στο ίδιο
[3] Από την ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας «Οδηγητής»


Πηγή: ΑΤΕΧΝΩΣ


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Κώστας Βάρναλης: «’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος»

Η ομιλία του Ηρακλή Κακαβάνη, εκ μέρους του περιοδικού «Ατέχνως» στην εκδήλωση που συνδιοργανώσαμε με την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «Ποιείν» στις 14 Φλεβάρη 2016 στο Polis Art Café. Θέμα της ομιλίας «Ο άνθρωπος Βάρναλης».


Σήμερα 14 Φλεβάρη, ημέρα του ξενόφερτου (και ολίγον εμποράκου) αγίου Βαλεντίνου, εμείς αποφασίσαμε να την αφιερώσουμε στον Κώστα Βάρναλη μιας και η 14η Φλεβάρη είναι και η ημερομηνία γέννησης  του ποιητή.
Βέβαια, το πότε γεννήθηκε ο ποιητής είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ερευνητές και μελετητές του έργου του. Φρόντισε και ο ίδιος να μας μπερδέψει μιας και σε αυτοβιογραφικά του σημειώματα και συνεντεύξεις αναφέρει ως έτος γέννησης το 1883. Έτσι από τη μεταπολίτευση και μετά φαίνεται να ξεκινά μια σύγχυση για τον ακριβή χρόνο γέννησης του Κώστα Βάρναλη, 1883/1884; Αυτό αποτυπώθηκε και στα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη μεταπολίτευση. Σήμερα, έχοντας και τα σχετικά τεκμήρια, καταλήξαμε πως έτος γέννησης είναι το 1884, στις 14 Φλεβάρη.
Πέθανε τη Δευτέρα 16 Δεκέμβρη, γεμάτος χρόνια και έργο. Δυο μέρες μετά τον ξεπροβόδισε στο τελευταίο του ταξίδι μια θάλασσα λαού. Όλοι οι συνομήλικοι και φίλοι του (Γληνός, Σικελιανός, Καζαντζάκης κ.ά.) έφυγαν δεκαετίες νωρίτερα. Ο μόνος που τον ακολούθησε ήταν ο Μάρκος Αυγέρης (έφυγε ένα χρόνο νωρίτερα). Όταν τον ρώτησαν κάποτε πού οφείλεται η μακροζωία του, απάντησε:
«Στη φυσική ζωή και τη δράση. Αγωνίζομαι διαρκώς για να επιβάλω το δίκαιο. Κι έχω δίκαιο γιατί  λέω πάντα  την αλήθεια. Τον άνθρωπο δεν τον γερνούν τα χρόνια, αλλά οι περιστάσεις. Γι’ αυτό πρέπει να δρα, να αγωνίζεται εποικοδομητικά».
Σε άλλη περίσταση ήταν πιο συγκεκριμένος:
«Ο αγώνας, η θάλασσα και ο έρωτας, αυτά τα τρία, μ’ έκαναν μακρόχρονο και με κράτησαν νέο. Γερατειά χωρίς νιάτα, χωρίς δυνάμεις είναι μεγάλο κακό. Καλύτερα να λείπουν».
Ένα χρόνο πριν πεθάνει και ενώ μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο, γράφει:
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,σιχάθηκα τον άχαρο εμαυτό μου.Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,μα θα πάω μοναχά από σιχασιά.(«Οργή λαού» – «Τρεις θάνατοι»)
Αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις. Απολάμβανε το καλό φαγητό και το πιοτό. Την ευωχία την ήθελε μαζί με την ευχάριστη συζήτηση, τα ευτράπελα και τα χορατά.
Χειμώνα καλοκαίρι κάνει μπάνιο στα φαληρικά νερά, μέχρι το τέλος της ζωής του. Πολλές φορές τσίτσιδος. Όσο για τον έρωτα. Ε, δεν ήταν και ο λιγότερο αμαρτωλός, από την παιδική ηλικία κιόλας.  Πολλά τα σχετικά ανεκδοτολογικά περιστατικά που κυκλοφορούν.
Ο Βάρναλης ήταν άνθρωπος του λαού. Τα περισσότερα χρόνια έκανε παρέα με τους απλούς ανθρώπους. Δεν κλείστηκε πότε σε γυάλινους πύργους. Ποιον άλλο ποιητή ή λογοτέχνη αποκάλεσε ο λαός «δάσκαλο» ή «μπάρμπα». Τον Ελύτη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη; Ακόμη και τον Ρίτσο. Δεν αποκάλεσε ποτέ τον Ελύτη μπαρμπα-Οδυσσέα. Ενώ το «Δάσκαλος» και το «μπάρμπα – Κώστα» έδινε κι έπαιρνε στα χείλη του Λαού όταν ήταν να μιλήσει για τον Βάρναλη.
Όπως έγραψε ο Γ. Σαββίδης: «Το ουσιαστικό ‘’δάσκαλος’’ ήταν σύμφυτο με την προσωπικότητά του. Δε χρειάστηκε ποτέ να παραστήσει το δάσκαλο, γιατί ήταν δάσκαλος με τα όλα του: στην έδρα και στο δρόμο, στην πένα και στο ποτήρι, στα λόγια και στην πράξη, αξεχώριστα. Δεν εδίσταζες να τον προσφωνήσεις δάσκαλε, ΄΄όχι γιατί είχε άσπρα μαλλιά ή γιατί έλαβε το βραβείο Λένιν μα γιατί στο πρόσωπό του δεν υπήρχε περίπτωση η λέξη να πάρει την έννοια του ΄΄σοφολογιότατου’’».
Λαϊκό εύσημο το μπάρμπα – Κώστας. Αγαπούσε πολύ τις παρέες σε λαϊκά ταβερνεία με ποτό και μεζέ.  Αναζητούσε τους απλούς ανθρώπους στο καφενείο. Έπινε μαζί τους το ίδιο κρασί στην ταβέρνα. Εκεί λένε μεγαλουργούσε. Μαζί τους έπαιζε τάβλι.  Γι’ αυτό ο λαός τον αισθανόταν δικό του άνθρωπο. Είναι πολλές οι σχετικές ιστορίες που διηγούνται οι σύγχρονοί του για τις σχέσεις του με τους απλούς ανθρώπους που τον χαίρονταν.
Αφηγείται ο Β. Ρώτας:
«Ο Βάρναλης στις παρέες ήταν πάντα πρόσχαρος, ζωηρός, εύθυμος και χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες, ακολουθούσε την κοινή γνώμη της παρέας, επλήρωνε πάντα με προθυμία το μερίδιό του, κι η μόνη του προσπάθεια ήταν να φάει περισσότερο από τους άλλους, όχι για να μην τον πιάσουν κορόιδο παρά από φιλοδοξία, γιατί συχνά υποστήριζε πως όποιος δεν τρώει δεν είναι καλός άνθρωπος».
Κουβαλητής και νοικοκύρης, καθημερινά με το που παρέδιδε το χρονογράφημα κατευθείαν στην αγορά για τα ψώνια της ημέρας. Γλυκός, τρυφερός, συμπονετικός με τους ανθρώπους.
Στις επιστολές που στέλνει από την εξορία (τέλη 1935) στη γυναίκα του Δώρα Μοάτσου γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα για τη σύζυγό του. Της στέλνει δυο γράμματα τη βδομάδα. Οι  προσφωνήσεις και όσα γράφει είναι ενδεικτικά: «Γι’ αυτό κανάρι μου να μη με πολυσυλογίζεσαι. Καθώς βλέπεις περνώ περίφημα […] Εσένα συλλογίζομαι και στεναχωριέμαι». Σε άλλο, «Φιλιά πολλά Δωράκι μου, και να με συγχωρείς που σε συγχύζω καμιά φορά». Αντίστοιχη έγνοια και για την ψυχοκόρη. «Αγαπημένο μου Δωράκι. Σου γράφω αυτό το δεύτερο γράμμα μόνο και μόνο για να προστέσω χαιρετίσματα της Ελευθερίας, που τα ξέχασα στο άλλο γράμμα και υπάρχει φόβος να την πιάσει το παράπονο».
Έζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα. Όταν τη δεκαετία του ’50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο Βάρναλης του απαντά:
«Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο “Βυζάντιο”…». Στα απλά πράγματα αναζητούσε την ομορφιά της ζωής.
Ο Λουντέμης βιογραφώντας τον Βάρναλη δίνει την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του ποιητή: «Δεν γνώρισα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πώς; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα».
* * *
Φύση επαναστατική. Από γεννησιμιού του.  Όπως λέει ο Νίκος ο Βέης, από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επιστήμης, συνομήλικος του:
«Ο Βάρ­ναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του καιρού του, και του τόπου του. Βαφτισμένος με το ποτήρι τού φτωχού. Ήταν ’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος. Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση θα την ανακάλυφτε ο ίδιος. Εμείς οι άλλοι του καιρού του κάνα­με και λίγη μόδα. Ήταν τότε πολύ του συρμού αυτό. Αφού έγι­νε σοσιαλιστής κι ο Ντίνος ο Θεοτοκάκης, το Κερκυραϊκό αρχοντόπουλο. Βλέπεις, εμάς η επανάσταση δεν μας είχε γίνει πά­θος. Στο Βάρναλη όμως έγινε αίμα. Εμάς άλλον τον ξεμάκρυνε η κοινωνική απόσταση, άλλον οι καταδιώξεις που είχαν κι όλα αρχίσει. Τον Βάρναλη δεν τον ξεκούνησε τίποτε. Αυτόν ό,τι και να τον κάνεις δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Δεν είναι μόνο που δε θέλει. Δε μπορεί. Είναι σαν τους ‘’σημειωμένους’’… Αυτούς που γεννιούνται π.χ. μ’ έξι δάχτυλα. Γεννήθηκε αντάρτης; Μη με ρωτάς όμως ποιος τον έκανε. Θα σου πω «η μάνα του» και είναι αντιεπιστημονικό».
Και εδώ ταιριάζουν οι στίχοι από το ποίημά του «Ο ‘’Καλός’’ λαός»:
«Φαινόσουνα καλό παιδί,ζαβό τι πήρες δρόμοκαι μια την Πίστη βάραγεςκαι μια τον άξιο Νόμο;»
Αν δεν έπαιρνε το στραβό το δρόμο και έμενε «ήσυχο παιδί» θα είχε μπροστά του μια λαμπρή σταδιοδρομία και καθολική αναγνώριση. Γιατί ο Βάρναλης είχε όλα τα προσόντα. Λαμπρός ποιητής, αναγνωρισμένος από όλους και άξιος επιστήμονας που πολλοί προέβλεπαν ότι θα ακολουθήσει πανεπιστημιακή καριέρα. Ολες οι πόρτες ανοιχτές μπροστά του και τις άνοιγε με την αξία και την ικανότητά του. Όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονός του Θεόδωρος Τσαβέας, όταν δίδασκε Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, όλοι τον θεωρούσαν για σίγουρο καθηγητή στο ΑΠΘ που ιδρυόταν τότε. Όμως, δεν έμεινε καλός πολίτης. Παραστράτησε.
Αρνήθηκα ν’ αρέσω στα σκυλάκιατου καναπέ. Λιοντάρια κουρεμένα,τα βγάζουνε περίπατο να ουρήσουν.Απόκοντα ακλουθάω τα χερομάχατα πλήθη και πληγώνομαι μαζί τους.
(Επίγραμμα 8 – «Οργή λαού»)
Εγινε κομμουνιστής. Παράδειγμα τόλμης. Από μητροπολίτη που τον προόριζαν έγινε ποιητής – οδηγητής των καταπιεσμένων. Και όπως λέει ο ίδιος «Ο θεολόγος καθηγητής και ο δεσπότης μας – που το έδωσαν τη συστατική επιστολή και την ευχή – πού να ξέρανε πως ‘’όφιν εθέρμαναν’’». Γι’ αυτό πλήρωσε το τίμημα. Όταν δεν κυνηγήθηκε, αγνοήθηκε.
Τέσσερα τα βήματα για την ολοκλήρωση του παραστρατήματος.
Πρώτο βήμα: Μικρός, άριστος μαθητής μα του κοστίζουν οι περιορισμοί του σχολικού περιβάλλοντος και η βία των δασκάλων. Ψάχνει ευκαιρίες να δραπετεύει από το σχολείο.
«Συχνά το έσκαζα κι απ’ το σκολείο για να τρέχω στη θάλασσα να κολυμπώ, κι απ’ την εκκλησία, για να κυνηγάω πουλιά. Εννοείται τις έτρωγα και στο σπίτι από το μεγάλο μου αδελφό και στο σκολείο από τους δασκάλους».
Όλοι λέγαν πως έπρεπε να σπουδάσει για «τα ‘παιρνε τα γράμματα» μα αυτός δεν ήθελε να ακούσει ούτε να συζητήσει το ενδεχόμενο να δώσει εξετάσεις για το Διαδασκαλείο.
«Ετσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδελφό μου. Επειδή όμως αυτός επέμενε και γινότανε κάθε μέρα και αγριότερος, έλαβα τη ‘’μεγάλη απόφαση’’ να φύγω από το σπίτι».
Μετά από μια μικρή περιπλάνηση αναγκάστηκε να παραδοθεί στη μοίρα του.
Απροετοίμαστος ήρθε πρώτος στις εξετάσεις.  Η πόρτα του σχολείου έπεφτε βάρια πάνω στην καρδιά του μα βρίσκει τρόπο να αντιδράσει. Αρχίζει να γράφει στίχους με τους οποίους διακωμωδούσε τους δασκάλους.
Δεύτερο βήμα. Αμέσως μόλις ήρθε στην Αθήνα, φοιτητής,  συνδέθηκε με το κίνημα του δημοτικισμού[1]. «Με τη νεανική μου θέρμη πήρα θέση στην αριστερή παράταξη (…) Στις συζητήσεις που γινότανε συχνά στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, κάθε φορά, που άναβε ο αγώνας, δεν ήμουνα ο λιγότερο φωνακλάς».  Στα 1906 ανεβαίνει στη Δεξαμενή[2], όπου «κυριαρχούσανε και μας προκαλούσανε το σεβασμό οι άριστοι του πεζού και του ποιητικού λόγου της Ελλάδος» (Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Παπαδιαμάντης κ.ά). «Είναι μια κρίσιμη περίοδος της πνευματικής μου ζωής» λέει ο ίδιος.
Την εικόνα του Βάρναλη εκείνης της περιόδου δίνει ο φίλος του Μάρκος Αυγέρης (γνωρίζονται από το 1905):
«Ένιωθες πως αυτός ο πρωτοφανέρωτος νέος είχε κάτι το ανυπόταχτο, έκρυβε μιαν ανυπόμονη φιλοδοξία και μια ανομολόγητη περηφάνια. Είχε πεποίθηση στον εαυτό του, μιλούσε περιφρονητικά ακόμα και για τους μεγάλους, ήταν επιθετικός και σαρκαστικός στις κρίσεις του».
Στη συνέχεια, από το 1909, δάσκαλος, οι απόψεις του ήταν πρωτοποριακές και η εφαρμογή τους απαιτούσε διδακτικό θάρρος και γενναιότητα. Ήταν ο πρώτος δάσκαλος που δίδαξε ολόκληρο τον Εθνικό Ύμνο και ας μην ήταν στο πρόγραμμα του υπουργείου. «Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε ’’εις απολογίαν’’».  Κάθε τόσο γινόταν σε βάρος του ανακρίσεις.  Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση των Αθεϊκών του Βόλου.
Έτσι ήταν σε όλη του την εκπαιδευτική σταδιοδρομία (και αργότερα καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία όπου δίδαξε το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας)
Τρίτο βήμα: Ρηξικέλευθος και πρωτοπόρος και στην ποιητική επανάσταση του 1910 για την ανανέωση του ποιητικού λόγου και την αποδέσμευση από τη ρουτίνα και τα στεγανά της απαγόρευσης αισθημάτων, θεμάτων και λέξεων. Είναι μια μάχη για την αδέσμευτη σκέψη και έχει για την εποχή κοινωνικό περιεχόμενο. Αιτία της αναστάτωσης στον πνευματικό κόσμο της Αλεξάνδρειας, μιας και το ποίημά του «Θυσία» προκαλούσε την ηθική πολλών[3].
Τέταρτο και αποφασιστικότερο βήμα. Είναι 36 χρονών (περίπου στα 1920) όταν κάνει μια απότομη μεταβολή. Στη συνείδησή του άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Δραπετεύει από τον κόσμο της προγονολατρείας, του εθνικισμού, του ιδεαλισμού, της μεταφυσικής και περνά στον κόσμο του εργάτη και της επανάστασης. Κοινωνικός ταραξίας πλέον. Στρέφεται ενάντια στην πολιτεία των Δυνατών, την πολιτεία των λίγων και των κηφήνων. Μαζί της μυκτήρισε και την πνευματική υποτέλεια. Λέει η Μαϊμού[4] στην  Αριστέα[5] («Το φως που καίει»):
Για σένα ντύθηκα φουστάνι,κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνεινα ’χω ταγίνι ταχτικό,να με φυλάς κι από κακό.
Και έτσι έγινε ο πρώτος που καθιέρωσε στη χώρα μας την επαναστατική ποίηση. Έκανε τον κομμουνισμό ποίηση.
* * *
Αρκετά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό, απαγγέλθηκαν από εργάτες, μπήκαν σε λαϊκά σπίτια, κατέβηκαν σε υπόγειες ταβέρνες. Την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» την ακούμε πάντα στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις ή στους δρόμους όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Τον Οδηγητή τη δεκαετία του ’30 τον τραγουδούσαν οι εργάτες στις διαδηλώσεις αντί της Διεθνούς.
Ξεπερνάνε τα είκοσι τα μελοποιημένα του ποιήματα. Ακόμη και σήμερα νέοι δημιουργοί μελοποιούν Βάρναλη. Στον άγνωστο Βάρναλη κάπου λέω ότι είναι ο πιο πολυτραγουδισμένος ποιητής, και μου ασκήθηκε κριτική γι’ αυτό. Πού το στηρίζω. Δεν ξέρω αν υπάρχουν τεκμήρια που να δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα στο ζήτημα. Ξέρω όμως ότι δεν υπάρχουν χείλη που να μην ψέλλισαν στίχους από τον κυρ Μέντιο και τους Μοιραίους.


[1] Ο δημοτικισμός ήταν τότε κατ’ ουσίαν κοινωνικό ζήτημα
[2] Στο Κολωνάκι. Τότε η Δεξαμενή ήταν λόφος, όπου υπήρχε ένα καφενείο όπου σύχναζαν ποιητές και συγγραφείς.
[3] Στα 1910 διασπάστηκε το περιοδικό «Νέα Ζωή» εξαιτίας του ποιήματος.
[4] Η διανόηση που μαϊμουδίζει, δεν έχει καμιά ιδεολογία παρά υπηρετεί όποιον την τρέφει και την προστατεύει.
[5] Τρισυπόστατη: Πολιτεία των δυνατών, Θρησκεία, Τέχνη

ΠΗΓΗ Ατέχνως