Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ο Κώστας Βάρναλης στον Άι Στράτη: Πολύτιμα ενθυμήματα




Ένα σημαντικό βιβλίο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη
 του Κώστα Στοφόρου

Τελειώσανε τα λόγια και τ’ αστεία.
Ολούθε τρίζει η σάπια πολιτεία,
Κάνει νερά και γέρνει το καράβι.
δεν το σώζουν του φασισμού οι μπράβοι.

Κώστας Βάρναλης,
Η ώρα φτάνει, Ριζοσπάστης, 14/1/1936


Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 1974. Η ΕΣΗΕΑ έχει οργανώσει τιμητική εκδήλωση για τον Κώστα Βάρναλη. Λίγες μέρες νωρίτερα ο ποιητής είχε εισαχθεί, επειγόντως, στη Γενική Κλινική Αθηνών. Αν και πήρε εξιτήριο το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου, δεν ήταν σε θέση να παραστεί στην εκδήλωση. Αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέπτεται στο σπίτι του για να του επιδώσει το τιμητικό μετάλλιο. Αφού φεύγουν, ο Βάρναλης περνά νέα κρίση και αργά το βράδυ εισάγεται και πάλι στο νοσοκομείο, όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή.Η κηδεία του στις 18 Δεκεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο θα συγκεντρώσει τεράστιο πλήθος κόσμου…
Σαράντα χρόνια μετά, θυμάμαι ακόμη την εικόνα του γερασμένου ποιητή στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Του συγγραφέα που οι Δικτάτορες και ο Πεζός Λόγος στάθηκαν βιβλία πολιτικής αφύπνισης για εμάς που περνούσαμε τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μας μέσα στη δικτατορία.
Σήμερα, σαράντα χρόνια αργότερα, ο λόγος του Κώστα Βάρναλη εξακολουθεί να αφυπνίζει. Το ανέβασμα της Αληθινής απολογίας του Σωκράτη ήταν και φέτος ένα πολιτικό και πολιτιστικό γεγονός.
Καθώς το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώνεται, σημαντικά βιβλία έρχονται να προσθέσουν σημαντικές ψηφίδες στο πορτρέτο του, αλλά και να βοηθήσουν τη μνήμη να παραμείνει ζωντανή.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το Άι-Στράτης-Θυμήματα εξορίας, του Κώστα Βάρναλη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά του Ηρακλή Κακαβάνη ο οποίος έχει επιμεληθεί το βιβλίο, έχει πραγματοποιήσει σημαντική έρευνα σε πηγές και αρχεία και έχει κάνει και τον σχολιασμό.

Στον Άι Στράτη
«…Επιτρέπεται εις τους επί της Δικαιοσύνης και Εσωτερικών υπουργούς, όπως διά κοινής αποφάσεώς των, προτάσει των οικείων αστυνομικών αρχών ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσωσι την εκτόπισιν παντός προσώπου, αποπειρωμένου δι’ έργων ή λόγων ή δια συμβολικών και εικονικών παραστάσεων ή διαπαντός άλλου τρόπου να προκαλέσει διατάραξιν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας και της ησυχίας της χώρας ή και διέγερσιν των πολιτών αμέσως ή εμμέσως εις στάσιν ή ανυπακοή προς τα δημοσίας αρχάς και τους νόμους του κράτους…» (Νομοθετικό διάταγμα περί των εκτοπίσεων)
Προσέξτε τον ανατριχιαστικό λόγο της εξουσίας, σε ένα διάταγμα που οδήγησε στην εξορία εκατοντάδες κι αργότερα χιλιάδες αγωνιστές.
Ο Κώστας Βάρναλης, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και άλλους διανοούμενους, θα εκτοπιστεί, βάσει αυτού του διατάγματος, στον Άι Στράτη από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1935, οπότε θα αρχίσει σταδιακά να δίνεται αμνηστία -αν και σε ένα μικρό ποσοστό των εξόριστων- παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του βασιλιά, ο οποίος επέστρεψε με το νόθο δημοψήφισμα του Κονδύλη.
Ο Βάρναλης αμέσως μόλις γυρίζει από την εξορία αρχίζει να γράφει σε συνέχειες τις εμπειρίες του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος. Το σύνολο αυτών των δημοσιευμάτων περιλαμβάνονται στο βιβλίο.
Η συνεργασία του με τη συγκεκριμένη εφημερίδα θα διακοπεί απότομα, όταν ο εκδότης της Δ. Πουρνάρας έρχεται σε ρήξη με το ΚΚΕ και ο Βάρναλης θεωρεί υποχρέωσή του να αποχωρήσει. Η σειρά των δημοσιευμάτων σταματά απότομα, πριν ολοκληρωθεί.
Στη συνέχεια ο Βάρναλης θα γράψει τρία άρθρα στον Ριζοσπάστη. Τα κείμενα αυτά, πέρα από το κλίμα του τόπου εξορίας που μεταφέρουν, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς ο ποιητής αναλύει τη θέση του για τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», ενώ γράφει ένα πολύ διεισδυτικό και υπό ανήσυχη οπτική κείμενο για τον Ίωνα Δραγούμη.
Το βιβλίο συμπληρώνεται με μαρτυρίες συνεξορίστων του, ενώ από τα πιο συγκινητικά κομμάτια των Ενθυμημάτων είναι οι επιστολές που ανταλλάσσει με τη σύζυγό του, Δώρα Μοάτσου, εκείνη την περίοδο, αλλά και επιστολές φίλων και ανθρώπων που συμπαραστέκονται τόσο στον ποιητή, όσο και στη σύζυγό του.
Έτσι, έχουμε τη σπάνια δυνατότητα να δούμε και να συγκρίνουμε τι είναι αυτό που παρουσιάζει ένας στρατευμένος διανοούμενος ως δημόσια εικόνα και σε ποια αντιστοιχία βρίσκεται με την προσωπική του ζωή. Με τις μύχιες σκέψεις που μοιράζεται με τους αγαπημένους του.

Ποιήματα και άλλα…
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου διαβάζουμε τα ποιήματα της εξορίας, αλλά και για τις αλλαγές και τις διορθώσεις που υπήρξαν στο πέρασμα του χρόνου. Παρατίθεται και το ποίημα Στην εξορία που περιγράφει την εμπειρία του και δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1964:
«…Τυχερέ, κείνο τα’ άθλιο δειλινό
Σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό…»
Στα ποιήματα, τα άρθρα και στα γράμματά του, πέρα από τη σκληρή περιπέτειά του, είναι έντονη η συνεχής υπογράμμιση του Παιδευτικού χαρακτήρα της εξορίας για έναν διανοούμενο. Νιώθει ότι βρίσκεται για πρώτη φορά πραγματικά κοντά στους προλετάριους. Περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη ζωή στο νησί, τόσο για τους εξόριστους, όσο και για τους ντόπιους, δείχνοντάς μας πώς η προσωπική εμπειρία μπορεί να γίνει ένα υποδειγματικό ρεπορτάζ. Τονίζει ιδιαιτέρως τη σημασία της «κολλεχτιβίστικης ζωής», που -όπως γράφει- «κατορθώνει δύο αντίθετα αποτελέσματα στην ψυχολογία και στο χαρακτήρα των συντρόφων. Από τη μια μεριά περιορίζει και κόβει τα πιο αντικοινωνικά τους κουσούρια: τους στρογγυλαίνει. Κι από την άλλη αναδείχνει όλες τους τις ικανότητες στον ανώτερο βαθμό και προ πάντων στην αγωνιστική τους αξία κι έτσι τους διαφοροποιεί…».
Γράφει για τη σημαντική μορφωτική και πολιτιστική δουλειά και καταλήγει ότι η «κολλεχτιβίστικη ζωή στα νησιά είναι μια μικρογραφία σοσιαλιστικού κράτους».
Στο παράρτημα της έκδοσης διαβάζουμε τις διαμαρτυρίες Ελλήνων και ξένων διανοουμένων, συνεντεύξεις, δημοσιεύματα εφημερίδων, βιογραφικά των πρωταγωνιστών αλλά και για τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποχώρησή του από τον Ανεξάρτητο.
Κατατοπιστικό είναι και το Χρονολόγιο της ζωής του Βάρναλη, ενώ και το υλικό που εικονογραφεί το βιβλίο είναι επιλεγμένο με προσοχή και πραγματικά συνοδεύει τα γραπτά μεταφέροντάς μας στο κλίμα της εποχής…
Η μοναδική ένσταση που θα μπορούσε να έχει κανείς για την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει, αφορά ακριβώς το θέμα της αποχώρησης του ποιητή από τον Ανεξάρτητο. Η επίσημη, «κομματική» θεώρηση των γεγονότων αδικεί την υπόλοιπη τεκμηριωμένη εργασία που έχει γίνει. Η αβασάνιστη αποδοχή δηλώσεων του ΚΚΕ περί «εφημερίδας-φωλιάς των φαλτσετοφόρων και των χαφιέδων Γιωτόπουλων, Πουλιόπουλων κ.ά.» μας θυμίζει τις σκοτεινές εποχές της ιστορίας της Αριστεράς. Το πορτρέτο του εκδότη του Ανεξάρτητου, Δ. Πουρνάρα, φοβάμαι ότι ανταποκρίνεται μόνο στην «κομματική» πραγματικότητα, αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η εφημερίδα του -σε δύσκολους καιρούς- δημοσίευσε κείμενα του Βάρναλη για τον Άι Στράτη. Η αποχώρηση του ποιητή -που προφανώς δεν θέλησε να έρθει σε αντίθεσή με το κόμμα- θα άξιζε ίσως περεταίρω διερεύνηση…
Ωστόσο, οι απόψεις παρατίθενται κι ο κάθε αναγνώστης έχει την υποχρέωση να ψάξει και να ανακαλύψει πού βρίσκεται η αλήθεια…

Αναδημοσίευση από «Δρόμος της Αριστεράς»


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Εξό­ρι­στος Βάρ­να­λης (Επε­τεια­κή μνεία)

Αναδημοσιεύουμε από το blog EX LIBRIS την κριτική παρουσίαση του βιβλίου «Κώ­στας Βάρ­να­λης Αϊ-Στρά­της Θυ­μή­μα­τα ε­ξο­ρίας». Το κείμενο είναι της Μ. Θε­ο­δο­σοπού­λου και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Εποχή» στις 14/12/2014:

Εξό­ρι­στος Βάρ­να­λης (Επε­τεια­κή μνεία)


Κώ­στας Βάρ­να­λης
«Αϊ-Στρά­της
Θυ­μή­μα­τα ε­ξο­ρίας»
Ει­σα­γω­γή-ε­πι­μέ­λεια-σχό­λια
Ηρα­κλής Κα­κα­βά­νης
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Σε­πτέμ­βριος 2014

Αν δια­τη­ρεί­το έως σή­με­ρα ο θε­σμός των ε­πε­τεια­κών ε­τών, ο Κώ­στας Βάρ­να­λης θα μπο­ρού­σε να εί­χε α­πο­τε­λέ­σει τον τι­μώ­με­νο του 2014. Ή, έ­στω, μία υ­πο­ψη­φιό­τη­τα βα­ρύ­νου­σα, κα­θώς πρό­κει­ται για δι­πλή ε­πέ­τειο, ό­πως οι πρό­σφα­τες Πα­πα­δια­μά­ντη και Κα­βά­φη. Με­θαύ­ριο κλεί­νουν 40 χρό­νια α­πό τον θά­να­τό του, ε­νώ, στις 14/2/2014, συ­μπλη­ρώ­θη­καν 130 α­πό τη γέν­νη­σή του. Να ση­μειώ­σου­με, πως, ό­σο α­φο­ρά το έ­τος γέν­νη­σης, αυ­τό άλ­λα­ξε δυο φο­ρές, πριν ο­ρι­στι­κο­ποιη­θεί. Στα πα­λαιό­τε­ρα βιο­γρα­φι­κά του, μέ­χρι το 1974, α­να­φέ­ρε­ται ως έ­τος γέν­νη­σης το 1884, κα­τά βε­βαίω­ση του ί­διου. Ωστό­σο, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Γιώρ­γο Βα­λέ­τα, γραμ­μέ­νη το 1973, διορ­θώ­νει: “Πρέ­πει να γεν­νή­θη­κα το 1883, για­τί βα­φτί­στη­κα στις 14 του Φλε­βά­ρη του 1884”. Με βά­ση αυ­τό το δε­δο­μέ­νο, τα βιο­γρα­φι­κά του σε με­τα­γε­νέ­στε­ρες εκ­δό­σεις α­να­φέ­ρουν το 1883. Αν και, μέ­χρι σε α­φιε­ρώ­μα­τα του 1984, μνη­μο­νεύε­ται α­κό­μη ως γεν­νη­θείς το 1884. Στα κα­τά­λοι­πά του, ό­μως, η Θε­α­νώ Μι­χα­η­λί­δου, στην ο­ποία η Να­νά Καλ­λια­νέ­ση (Κέ­δρος) εί­χε α­να­θέ­σει α­πό το 1981 την τα­κτο­ποίη­σή τους, ε­ντό­πι­σε το πι­στο­ποιη­τι­κό βά­πτι­σης, με η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης την 14η Φε­βρουα­ρίου 1884 και βά­πτι­σης την 13η Μαΐου 1884. Μπο­ρεί το μνη­μο­νι­κό lapsus του Βάρ­να­λη να εί­ναι α­σή­μα­ντο, ω­στό­σο αυ­τή η μι­κρή χρο­νο­λο­γι­κή α­να­κρί­βεια πή­γε μπρος πί­σω το έ­τος γέν­νη­σης, δη­μιουρ­γώ­ντας στους α­κρι­βο­λο­γού­ντες σύγ­χυ­ση.
Όπως και να έ­χει, το εν­δε­χό­με­νο να μην του α­φιέ­ρω­ναν ε­πε­τεια­κά το 2014, μάλ­λον δεν θα ο­φει­λό­ταν σε αυ­τήν τη σύγ­χυ­ση, δη­λα­δή στο κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για μο­νή ή δι­πλή ε­πέ­τειο. Από­δει­ξη ό­τι το 2014 με­τρά­ει τον τε­λευ­ταίο μή­να του, χω­ρίς, ου­σια­στι­κά, μνεία της ε­πε­τείου. Εκτός α­πό μία τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση, με­μο­νω­μέ­νες ο­μι­λίες και την έκ­δο­ση γραμ­μα­το­σή­μου, που θα προέ­κυ­πτε και χω­ρίς ε­πέ­τειο, κα­θώς τι­μή­θη­κε μια τε­τρά­δα συγ­γρα­φέων (Βάρ­να­λης, Σα­μα­ρά­κης, Τσίρ­κας, Δι­δώ Σω­τη­ρίου). Οπό­τε η έκ­δο­ση ε­νός βι­βλίου, εν μέ­ρει αυ­το­βιο­γρα­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου εν μέ­ρει ε­ρευ­νη­τι­κού, α­πο­κτά ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σία. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο βι­βλίο για τον Βάρ­να­λη του Ηρα­κλή Κα­κα­βά­νη. Προ­η­γή­θη­κε, το 2012, «Ο ά­γνω­στος Βάρ­να­λης και 19 α­δη­μο­σίευ­τα ποιή­μα­τά του». Κα­τά τα άλ­λα, οι με­τά θά­να­το μνη­μο­νεύ­σεις δεν εί­ναι μό­νο ζή­τη­μα πνευ­μα­τι­κού α­να­στή­μα­τος, αλ­λά και ι­σχύος αυ­τών που το ε­πι­χει­ρούν. Δη­λα­δή, κλη­ρο­νό­μοι, κά­το­χοι του αρ­χείου, με­λε­τη­τές, συ­ντο­πί­τες ή άλ­λες συγ­γε­νι­κές ο­μά­δες που τον διεκ­δι­κούν.
Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η κλη­ρο­νό­μος, που εί­ναι η θε­τή κό­ρη του, έ­κα­νε το κα­θή­κον της, ε­να­πο­θέ­το­ντας το 2001 το Αρχείο του στη Γεν­νά­δειο Βι­βλιο­θή­κη. Με τη σει­ρά της, η Βι­βλιο­θή­κη, το 2010, δη­μο­σίευ­σε α­να­λυ­τι­κό κα­τά­λο­γο του Αρχείου. Με­λε­τη­τές άν­τλη­σαν υ­λι­κό και προ­σθέ­το­ντας στοι­χεία, προέ­κυ­ψαν τέσ­σε­ρα βι­βλία. Όσο για συ­ντο­πί­τες, ου­δείς τό­πος ε­ρί­ζει γι’ αυ­τόν. Ού­τε η γε­νέ­τει­ρά του, “ο Πύρ­γος της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας”, το ση­με­ρι­νό Μπουρ­γκάς της Βουλ­γα­ρίας, ού­τε οι τό­ποι, που, κα­τά και­ρούς, υ­πη­ρέ­τη­σε ως εκ­παι­δευ­τι­κός, διέ­μει­νε μό­νι­μα ή πα­ρα­θέ­ρι­ζε τα κα­λο­καί­ρια, ό­πως η Αί­γι­να, α­γα­πη­μέ­νος του τό­πος για μι­σό και πλέ­ον αιώ­να, αλ­λά και τό­πος που ευ­νό­η­σε τη συγ­γρα­φή. Υπάρ­χουν, ό­μως, άλ­λοι δε­σμοί, κά­πο­τε, πο­λύ ι­σχυ­ρό­τε­ροι της ε­ντο­πιό­τη­τας. “Στο φέ­ρε­τρο του Κώ­στα Βάρ­να­λη α­κου­μπού­σε ο­λό­κλη­ρη η ΚΝΕ με κραυ­γα­λέα πα­νό, α­νά­με­σα στα ο­ποία το: «Βάρ­να­λης ο ποιη­τής του προ­λε­τα­ριά­του», ό­ταν ο ό­ρος «προ­λε­τα­ριά­το» στο έρ­γο του α­πα­ντά ά­πα­ξ”, σχο­λιά­ζει ο Αλέξ. Αργυ­ρίου. Πα­ρά τον τό­νο ει­ρω­νείας στην πα­ρα­τή­ρη­ση, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος ι­δε­ο­λο­γι­κός χώ­ρος ε­ξα­κο­λου­θεί να τον τι­μά. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, το μό­νο α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού εί­ναι ε­κεί­νο του 2010 στο κο­μου­νι­στι­κής κα­τεύ­θυν­σης  «Θέ­μα­τα Παι­δείας», το μό­νο συ­νέ­δριο διορ­γα­νώ­νε­ται το 2011 α­πό το ΚΚΕ, δυο βι­βλία ο­φεί­λο­νται στον Κα­κα­βά­νη, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μία ει­κο­σα­ε­τία διορ­θω­τή του «Ρι­ζο­σπά­στη». Τέ­λος, ε­φέ­τος, μία μό­νη εκ­δή­λω­ση έ­γι­νε στο Αρι­στο­τέ­λειο με πρω­το­βου­λία της Λέ­σχης Πο­λι­τι­σμού Αναι­ρέ­σεις, όρ­γα­νου κο­μου­νι­στι­κής νε­ο­λαίας. Κι ό­μως, η ποίη­σή του α­γα­πή­θη­κε α­πό τον κό­σμο μίας ευ­ρύ­τε­ρης Αρι­στε­ράς. Ο ί­διος ή­ταν ι­δε­ο­λο­γι­κά ε­νταγ­μέ­νος, ό­χι ό­μως και στε­νά κομ­μα­τι­κά.
Πριν 40 χρό­νια, στο θά­να­τό του, α­πο­λάμ­βα­νε γε­νι­κό­τε­ρης α­πο­δο­χής. Τό­τε, ό­λες οι ε­φη­με­ρί­δες, α­νε­ξαρ­τή­τως ι­δε­ο­λο­γι­κής κα­τεύ­θυν­σης, τον εί­χαν τι­μή­σει και του­λά­χι­στον έ­ξι πε­ριο­δι­κά δη­μο­σίευ­σαν α­φιέ­ρω­μα, με πλέ­ον πο­λυ­σέ­λι­δο ε­κεί­νο της «Νέ­ας Εστίας» του Πέ­τρου Χά­ρη. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, υ­πήρ­ξαν τέσ­σε­ρα ε­πε­τεια­κά α­φιε­ρώ­μα­τα σε πε­ριο­δι­κά, τα δυο λο­γο­τε­χνι­κά. Ακό­μη και σε αυ­τά, ό­μως, ο Βάρ­να­λης που ε­πι­βιώ­νει, εί­ναι μάλ­λον ο ι­δε­ο­λό­γος α­γω­νι­στής πα­ρά ο λο­γο­τέ­χνης. Όλα αυ­τά ση­μαί­νουν, ά­ρα­γε, ό­τι δι­καιώ­νε­ται ο Γ.Π.Σαβ­βί­δης, ό­ταν, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, το 1989, σχο­λία­ζε, ό­τι “τον κα­τά­πιε το κόμ­μα”; Ή, κα­τά την κομ­ψό­τε­ρη δια­τύ­πω­ση του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου, δη­λώ­νουν πως “πλή­ρω­σε το φό­ρο ό­λων των στρα­τευ­μέ­νω­ν”; Πά­ντως, στο βαθ­μό που τον πλή­ρω­σε, το κό­στος δεν α­φο­ρά τό­σο την υ­στε­ρο­φη­μία του και τις με­τα­θα­νά­τιες εκ­δη­λώ­σεις τι­μής και μνή­μης, αλ­λά, κυ­ρίως, τυ­χόν α­βα­ρίες στο λο­γο­τε­χνι­κό του έρ­γο. 
Δια­βά­ζο­ντας την κρι­τι­κή του Αργυ­ρίου για τον ποιη­τή Βάρ­να­λη της πρώ­της πε­ριό­δου “πριν να α­σπα­στεί τον κο­μου­νι­σμό”, που τον ε­ξε­τά­ζει σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση με τον συ­νο­μή­λι­κό του Σι­κε­λια­νό, προ­κύ­πτουν κά­ποια ε­ρω­τή­μα­τα. Αν ο 35χρο­νος Βάρ­να­λης, με­τέω­ρος σε “μία αι­σθη­σια­κά ε­ξημ­μέ­νη α­να­πα­ρά­στα­ση του αρ­χαίου κό­σμου”, με “την τε­λειό­τη­τα των εν­δε­κα­σύλ­λα­βών του”, δεν εί­χε πά­ρει το 1919 την υ­πο­τρο­φία του Υπουρ­γείου Παι­δείας για σπου­δές στην Αι­σθη­τι­κή και την Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνία στο Πα­ρί­σι, δεν εί­χε α­κού­σει ε­κεί, σαν άλ­λος Σα­ού­λ, μέ­σα α­πό ευ­ρω­παϊκά α­ντη­χεία τα τύ­μπα­να της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, δεν εί­χε συγ­χρω­τι­στεί με τον Αλε­ξαν­δρι­νό Γιάν­νη Κε­φαλ­λη­νό, θερ­μό ο­πα­δό του Σκλη­ρού, και δεν εί­χε α­να­βλέ­ψει, τι θα α­πο­γι­νό­ταν; Θα έ­με­νε στά­σι­μος ή θα ε­ξε­λισ­σό­ταν ποιη­τι­κά; Στο λήμ­μα της Πά­πυ­ρος Λα­ρούς Μπρι­τάν­νι­κα, η ε­τυ­μη­γο­ρία εί­ναι ξε­κά­θα­ρη: “Ο Βάρ­να­λης δε φέρ­νει κα­μιά σπου­δαία α­να­νέω­ση στη μορ­φή του πα­ρα­δο­σια­κού στί­χου.” Αν, ό­μως, δεν εί­χε το νου του στο πε­ριε­χό­με­νο πα­ρά στη φόρ­μα, αν δεν έ­θε­τε προ­γραμ­μα­τι­κούς στό­χους στην ποιη­τι­κή του, αν η σα­τι­ρι­κή του μα­τιά δεν ή­ταν μο­νό­ση­μη, πό­σο ά­ρα­γε θα α­να­νέω­νε μορ­φι­κά το στί­χο του; 
Πα­ρό­μοιες α­πο­ρίες έ­χουν ου­το­πι­κή διά­στα­ση. Εξα­λεί­φουν το μο­να­δι­κό δυ­να­μι­κό, που δια­θέ­τουν βι­βλία, ό­πως «Το φως που καίει», «Σκλά­βοι πο­λιορ­κη­μέ­νοι», ή το κύ­κνειο «Οργή λα­ού». Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι ο καλ­λιερ­γη­μέ­νος ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός Βάρ­να­λης θα πρέ­πει να χρειά­στη­κε με­γά­λη αυ­το­πει­θαρ­χία για να με­τα­στρα­φεί στον κοι­νω­νι­κό ποιη­τή που “ζη­τού­σε την α­λή­θεια σ’ ό,τι μά­θαι­νε και την έ­λε­γε στα πλή­θη”. Και μά­λι­στα, με αι­σιο­δο­ξία, αυ­τός έ­νας φύ­σει α­παι­σιό­δο­ξος. Από την άλ­λη, και με αυ­τό το δρό­μο που ε­πέ­λε­ξε, λό­γω χα­ρα­κτή­ρα και κα­τα­βο­λών, θα μπο­ρού­σε να εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή ε­ξέ­λι­ξη. Αν μη τι άλ­λο, να ο­λο­κλη­ρώ­σει έ­να έρ­γο με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης. Να μη μεί­νει στην πο­λε­μι­κή του «Σο­λω­μού χω­ρίς με­τα­φυ­σι­κή». Η συγ­γρα­φι­κή του πο­ρεία θα ή­ταν πο­λύ πιο γό­νι­μη, αν δεν εί­χε να α­ντι­με­τω­πί­σει έ­να δι­πλά αρ­νη­τι­κό πε­δίο. Από τη μία, το κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο και α­πό την άλ­λη, το γλωσ­σι­κό στη βρά­ση του. Στα χρό­νια της πνευ­μα­τι­κής ακ­μής, που έ­νας ποιη­τής δη­μιουρ­γεί, ε­κεί­νος εί­χε να α­ντι­με­τω­πί­σει, πρώ­τα, τους γλωσ­σι­κούς δι­χα­σμούς και στη συ­νέ­χεια, τις αυ­ταρ­χι­κές μορ­φές δια­κυ­βέρ­νη­σης, συ­χνά δι­κτα­το­ρι­κές, της δε­κα­ε­τίας του ’30. 
Ως σχο­λάρ­χης Αργα­λα­στής Πη­λίου, το 1911, βρέ­θη­κε κα­τη­γο­ρού­με­νος στα Αθεϊκά του Βό­λου, πα­ρό­λο που δεν δί­δα­ξε στο Ανώ­τε­ρο Παρ­θε­να­γω­γείο. Τε­λι­κά, δεν κά­θι­σε στο ε­δώ­λιο δί­πλα στον Δελ­μού­ζο και τον Σα­ρά­τση, για­τί α­πο­δεί­χθη­κε μό­νο μαλ­λια­ρός και ό­χι ά­θε­ος, του­λά­χι­στον ό­χι εκ συ­στά­σεως. Αντι­θέ­τως, στα Μα­ρασ­λεια­κά, το 1925, εί­χε πρώ­το ρό­λο, α­φού και στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία δί­δα­ξε, και το σύγ­γραμ­μά του, «Το φως που καίει», ή­ταν αυ­τό που έ­δω­σε το έ­ναυ­σμα. Αυ­τή τη φο­ρά, πλή­ρω­σε με την ο­ρι­στι­κή του α­πό­λυ­ση, στην ο­ποία, εν μέ­ρει συ­νέ­τει­νε ο ί­διος, μη α­πο­δε­χό­με­νος τη δυ­σμε­νή με­τά­θε­ση, με­τά την ε­ξά­μη­νη παύ­ση. Τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο τού τον αρ­νεί­ται η Μαρία Ρεπούση στην εκτενή μελέτη της. Την γο­η­τεύει πε­ρισ­σό­τε­ρο η νε­α­ρή κα­θη­γή­τρια της Ακα­δη­μίας Ρό­ζα Ιμβριώ­τη, που τολ­μά­ει μία λι­γό­τε­ρο πα­τριω­τι­κή ερ­μη­νεία του 1821, ό­πως η ί­δια τόλ­μη­σε του 1922, πα­ρά ο πε­νη­ντά­ρης Βάρ­να­λης που “του ά­ρε­σαν οι κο­πε­λού­δες”.
Αλλά ας α­φή­σου­με τη διή­γη­ση της ζωής του Βάρ­να­λη σε ε­κεί­νον που θα την α­πο­τολ­μή­σει και που δεν θα έρ­χε­ται ού­τε α­πό ι­δε­ο­λο­γι­κό χώ­ρο ού­τε α­πό φε­μι­νι­στι­κό. Ας πε­ριο­ρι­στού­με στο και­νού­ριο βι­βλίο με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Βάρ­να­λη. Κυ­κλο­φο­ρεί ε­πτά χρό­νια με­τά το «Φέιγ βο­λάν της Κα­το­χής», ό­που συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα χρο­νο­γρα­φή­μα­τά του α­πό ε­κεί­να τα χρό­νια στην η­με­ρή­σια ε­φη­με­ρί­δα «Πρωία» των α­δελ­φών Πε­σματ­ζό­γλου. Τα μό­λις στε­γα­σθέ­ντα δη­μο­σιεύ­μα­τά του εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, α­πό την πρωι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Ανε­ξάρ­τη­τος» των α­δελ­φών Πουρ­νά­ρα, που χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν “φι­λερ­γα­τι­κή, φι­λα­γρο­τι­κή και α­ντι­φα­σι­στι­κή”. Ο Βάρ­να­λης αρ­χί­ζει να δη­μο­σιεύει με τη μορ­φή ε­πι­φυλ­λί­δων τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του στις 17 Φε­βρουα­ρίου 1935. Αφορ­μή στά­θη­κε το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Πρω­το­πό­ροι» στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος, Φε­βρουά­ριο 1935, για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Όπως ο ί­διος σχο­λιά­ζει ει­σα­γω­γι­κά: “Όσο σω­στές και να εί­ναι οι βιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες, που δί­νου­νε, δεν ε­ξαν­τλούν την... ι­στο­ρία μου. Αφή­νω που με­ρι­κές εί­ναι και λα­θε­μέ­νες. Γι’ αυ­τό α­πο­φά­σι­σα να ι­στο­ρή­σω μο­νά­χος μου τα διά­φο­ρα πε­ρι­στα­τι­κά της ζωής μου και μά­λι­στα της ψυ­χο­λο­γι­κής και πνευ­μα­τι­κής μου ε­ξε­λί­ξεως...”. Ο Βάρ­να­λης συ­νέ­χι­σε μέ­χρι την 11η Αυ­γού­στου 1935, ο­λο­κλη­ρώ­νο­ντας την α­φή­γη­σή του, με γε­νι­κό τίτ­λο, μάλ­λον της σύ­ντα­ξης της ε­φη­με­ρί­δας, «Τριά­ντα χρό­νια ελ­λη­νι­κής ζωής – Τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ε­νός με­γά­λου μας λο­γο­τέ­χνου». 
Με τον τίτ­λο «Φι­λο­λο­γι­κά α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα», σε ε­πι­μέ­λεια Κώ­στα Πα­πα­γεωρ­γίου, εκ­δό­θη­καν Ια­νουά­ριο 1998. Εκεί, ο Πα­πα­γεωρ­γίου πα­ρα­θέ­τει σε υ­πο­ση­μείω­ση την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι ο Βάρ­να­λης ε­πα­νήλ­θε με μία δεύ­τε­ρη σει­ρά ε­πι­φυλ­λί­δων, που δη­μο­σιεύ­τη­καν α­πό τις 29 Δε­κεμ­βρίου 1935 έως τις 10 Ια­νουα­ρίου 1936. Όπως πα­ρα­τη­ρεί, αυ­τή η δεύ­τε­ρη ο­μά­δα δη­μο­σιευ­μά­των, λό­γω “του α­πό­λυ­τα συ­γκε­κρι­μέ­νου τους θέ­μα­τος, θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λέ­σει το πε­ριε­χό­με­νο ε­νός ξε­χω­ρι­στού βι­βλίου”. Έστω και με κα­θυ­στέ­ρη­ση 17 ε­τών, η πρό­τα­σή του πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε. Κα­θό­λου εύ­θυ­μο, ό­πως το πρώ­το, α­φού α­φο­ρά τον ε­κτο­πι­σμό του στον Άγιο Ευ­στρά­τιο α­πό τις 20 Οκτω­βρίου έως τις 25 Δε­κεμ­βρίου 1935. Τα εν­θυ­μή­μα­τα της ε­ξο­ρίας δεν ο­λο­κλη­ρώ­θη­καν στον «Ανε­ξάρ­τη­το». Συ­νε­χί­στη­καν, με τρία δη­μο­σιεύ­μα­τα στον «Ρι­ζο­σπά­στη», Φε­βρουά­ριο-Μάρ­τιο 1936. Αι­τία η ε­χθρι­κή προς το ΚΚΕ αρ­θρο­γρα­φία του «Ανε­ξάρ­τη­του»  τις πα­ρα­μο­νές των ε­κλο­γών της 26ης Ια­νουα­ρίου 1936, που έ­φε­ρε την ορ­γι­σμέ­νη α­ντε­πί­θε­ση του Κόμ­μα­τος α­πό τον «Ρι­ζο­σπά­στη». Διε­ξο­δι­κή α­να­φο­ρά στη σύ­γκρου­ση, που προ­κά­λε­σε την α­πο­χώ­ρη­ση του Βάρ­να­λη, πα­ρα­θέ­τει ο Κα­κα­βά­νης στο Πα­ράρ­τη­μα του βι­βλίου. 
Ο γε­νι­κός τίτ­λος των ε­πι­φυλ­λί­δων εί­ναι «Με τους ε­ξό­ρι­στους στα νη­σιά του θα­νά­του. Μια ζωή φρί­κης και η­ρωι­σμού». Ωστό­σο, ως τίτ­λος του βι­βλίου προ­βάλ­λει εμ­βλη­μα­τι­κά, με κόκ­κι­να κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα, το το­πω­νύ­μιο, Αϊ-Στρά­της, ο πιο “διά­ση­μος” τό­πος ε­ξο­ρίας. Η πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Η ελ­λη­νι­κή Σι­βη­ρία του 1935». Αν εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν, το νη­σά­κι με τις γρα­φι­κές πα­ρα­λίες, που, σή­με­ρα, δια­φη­μί­ζε­ται ως θέ­ρε­τρο ι­δα­νι­κό για ή­ρε­μες δια­κο­πές. Μά­λι­στα, το λήμ­μα Άγιος Ευ­στρά­τιος στις νεό­τε­ρες ε­γκυ­κλο­παί­δειες α­πο­σιω­πά αυ­τήν τη δυ­σά­ρε­στη προ­η­γού­με­νη χρή­ση του τό­που. Κι ό­μως, την ση­μα­το­δο­τεί το ό­νο­μά του. Ο Όσιος Ευ­στρά­τιος, ο ε­πι­λε­γό­με­νος θαυ­μα­τουρ­γός, βρέ­θη­κε ε­κεί ως ε­ξό­ρι­στος του ει­κο­νο­μά­χου αυ­το­κρά­το­ρα Λέ­ο­ντα του Αρμε­νίου. Ενώ, ο Βάρ­να­λης, ε­πί α­ντι­βα­σι­λείας Γεωρ­γίου Κον­δύ­λη. Εί­χε ε­κτο­πι­στεί  μα­ζί του και ο Δη­μή­τρης Γλη­νός, προ­λη­πτι­κά, “ί­να α­πο­τρα­πή ού­τω ο κίν­δυ­νος της δια­σα­λεύ­σεως της τά­ξεως”. Συ­νε­λή­φθη Πέ­μπτη 17 Οκτω­βρίου. Μία ε­βδο­μά­δα νω­ρί­τε­ρα, ο Κον­δύ­λης εί­χε ε­ξα­να­γκά­σει σε πα­ραί­τη­ση τον Τσαλ­δά­ρη, που α­ντι­τασ­σό­ταν στην ε­πι­στρο­φή του Γεωρ­γίου Β΄, και εί­χε κα­ταρ­γή­σει την Αβα­σί­λευ­τη Δη­μο­κρα­τία, ε­πα­να­φέ­ρο­ντας την Βα­σι­λευο­μέ­νη. Επι­λο­γή, που πλή­ρω­σε α­κρι­βά. Επα­νερ­χό­με­νος ο Βα­σι­λέ­ας, στις 25 Νο­εμ­βρίου, τά­χθη­κε υ­πέρ της α­μνη­στίας των κι­νη­μα­τιών της 1ης Μαρ­τίου. Ο Κον­δύ­λης δια­φώ­νη­σε και κα­θαι­ρέ­θη­κε. Χρι­στού­γεν­να του 1935, ο Βάρ­να­λης ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να, πα­ρό­λο που τα μέ­τρα του Βα­σι­λέα δεν προέ­βλε­παν τους ε­κτο­πι­σμέ­νους βά­σει του βε­νι­ζε­λι­κού Ιδιώ­νυ­μου. Ήρθε, ό­μως, η Δια­μαρ­τυ­ρία Γάλ­λων Δια­νοου­μέ­νων, με πρώ­τη υ­πο­γρα­φή αυ­τή του Ρο­μαίν Ρο­λάν, και ο Βα­σι­λεύς δυ­σα­ρε­στή­θη­κε μεν, αλ­λά ε­νέ­δω­σε. Όχι βε­βαίως, ως προς το αί­τη­μα της γε­νι­κής α­μνη­στίας, πα­ρά μό­νο ό­σο α­φο­ρού­σε τους ε­πι­φα­νείς. Γι’ αυ­τό και η πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα του Βάρ­να­λη δεν εί­ναι εν­θύ­μη­μα α­πό τον τό­πο ε­ξο­ρίας, αλ­λά κα­ταγ­γε­λία για την Ει­δι­κή Ασφά­λεια, την Γε­νι­κή Ασφά­λεια και ό­λες “τις ε­πι­τρο­πές α­σφα­λείας που ε­κτό­πι­ζαν τον ο­ποιο­δή­πο­τε σή­κω­νε κε­φά­λι ως ε­πι­κίν­δυ­νο κο­μου­νι­στή”, ζη­τώ­ντας την κα­τάρ­γη­ση του “νό­μου πε­ρί ι­διώ­νυ­μου α­δι­κή­μα­τος”, βά­σει του ο­ποίου ο Άγιος Ευ­στρά­τιος έ­μει­νε για χρό­νια τό­πος ε­κτο­πί­σεων.
Από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του 1920, το νη­σί, μα­ζί με τρία-τέσ­σε­ρα άλ­λα, ε­πι­λέ­γε­ται ως τό­πος ε­ξο­ρίας. Βα­σι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ε­πι­λο­γής, ό­πως και των υ­πο­λοί­πων, εί­ναι η μι­κρή έ­κτα­ση και η μο­να­χι­κή θέ­ση του στο μέ­σο του Αρχι­πε­λά­γους.  Επί Πα­γκά­λου, το 1925, οι ε­κτο­πι­σθέ­ντες πλη­θαί­νουν. Ωστό­σο, ε­πι­σή­μως, α­νοί­γει με το δια­βό­η­το Ιδιώ­νυ­μο, το 1929. Η προ­σέ­λευ­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται κα­τά την με­τα­ξι­κή πε­ντα­ε­τία. Το 1941, εν α­να­μο­νή των Γερ­μα­νών, οι α­πο­χω­ρού­ντες το­πο­τη­ρη­τές δεν ε­λευ­θε­ρώ­νουν τους ε­ξό­ρι­στους, ού­τε οι κα­τα­κτη­τές το κλεί­νουν. Θα κα­ταρ­γη­θεί με την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, αλ­λά μό­νο για δυό­μι­σι χρό­νια. Άνοι­ξη 1947, α­νοί­γει ε­σπευ­σμέ­νως, με την προ­σε­κτι­κά ε­πι­λεγ­μέ­νη ο­νο­μα­σία, Στρα­τό­πε­δο Πει­θαρ­χη­μέ­νης Δια­βίω­σης Εκτο­πι­σμέ­νων. Σε χρο­νι­κό βά­θος πλη­σιά­ζει την τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τία, κα­θώς ο τε­λευ­ταίος ε­ξό­ρι­στος α­να­χω­ρεί αρ­χές 1963.
Τα εν­θυ­μή­μα­τα του Βάρ­να­λη εί­ναι έ­να ο­δοι­πο­ρι­κό στον τό­πο, ό­πως τον έ­ζη­σε ε­κεί­νο το φθι­νό­πω­ρο του Με­σο­πο­λέ­μου. Αφή­γη­μα αι­σιό­δο­ξης πνοής, πα­ρά τις α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες και την τα­λαι­πω­ρία που συ­νε­πά­γο­νταν, για­τί γρά­φε­ται με την ο­πτι­κή και τον εν­θου­σια­σμό του κο­μου­νι­στή, που θέ­λει να δια­φω­τί­σει και να προ­σφέ­ρει. Πε­ρι­γρά­φει τη ζωή στο νη­σί, δί­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη έμ­φα­ση στον τρό­πο λει­τουρ­γίας της κολ­λε­χτί­βας. Πρω­ταρ­χι­κό μέ­λη­μα η ορ­γά­νω­ση της ο­μα­δι­κής ζωής. Δεν μέ­νουν ά­ερ­γοι, διορ­γα­νώ­νουν δια­λέ­ξεις, θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, προ­λε­τα­ρια­κές γιορ­τές, φτιά­χνουν ε­φη­με­ρί­δες του τοί­χου. Τις α­να­μνή­σεις του τις συ­μπλη­ρώ­νουν μαρ­τυ­ρίες α­πό συ­νε­ξό­ρι­στους, κα­θώς και η αλ­λη­λο­γρα­φία με τη σύ­ζυ­γό του, την ποιή­τρια Δώ­ρα Μοά­τσου. Σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, ο Κα­κα­βά­νης σχο­λιά­ζει δια­φω­τι­στι­κά τα δυο ποιή­μα­τα, που γρά­φτη­καν στον Αϊ-Στρά­τη.
Η πε­ρί­πτω­ση του Βάρ­να­λη ως ε­ξό­ρι­στου εί­ναι μό­νο δειγ­μα­το­λη­πτι­κή και κα­θό­λου α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή σε χρο­νι­κή διάρ­κεια, εάν τη συ­γκρί­νου­με με τις χι­λιά­δες άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις προ­σώ­πων της Αρι­στε­ράς, κυ­ρίως α­φα­νών, που κα­τά κύ­μα­τα ή και με­μο­νω­μέ­να ε­κτο­πί­ζο­νταν στα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου σε μι­κρά νη­σιά, ό­πως Γαύ­δος, Ανά­φη, Αμορ­γός κ.ά. Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με ε­δώ, ό­τι η σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία σε πρω­το­γε­νείς πη­γές, δη­λα­δή μαρ­τυ­ρίες, αλ­λά και σε με­λέ­τες, α­να­λο­γι­κά προς ε­κεί­νες της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Από τις πρω­το­γε­νείς σε μορ­φή βι­βλίου, ση­μειώ­νου­με μό­νο δύο, τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες και χρο­νι­κά πα­λαιό­τε­ρες: Στά­βρος Τσα­κί­ρης, «Μέ­ρες και νύ­χτες στη Γαύ­δο» (νου­βέ­λα), 1934 και Γ. Ζάρ­κος, «Ομά­δα συμ­βίω­σης πο­λι­τι­κών ε­ξο­ρί­στων Ανά­φης», 1947. Η βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή ε­μπλου­τί­ζε­ται με­τά το ’74, χω­ρίς, ω­στό­σο, να υ­περ­βαί­νει μο­νο­ψή­φιο α­ριθ­μό. Σ’ αυ­τόν προ­στί­θε­ται τώ­ρα και το βι­βλίο του Κα­κα­βά­νη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/12/2014.

Φωτο: Ο Βάρ­να­λης σε φω­το­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το του 1914.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

40 χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη


16 Δεκέμβρη 1974 «έφυγε» από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης. Αυτός που έκανε τον κομμουνισμό ποίηση. Καθένας τον προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο. Για το λαό είναι ο Οδηγητής. Με αυτό το τραγούδι τον αποχαιρέτησε στο τελευταίο του ταξίδι. 

Το βίντεο είναι από το ντοκιμαντέρ του Νίκου Καβουκίδη «Μαρτυρίες» αφιερωμένο στο Πολυτεχνείο. Κηδεύτηκε στις  18 Δεκέμβρη.  



Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Ποιητής - «οδηγητής» του λαού

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Ποιητής - «οδηγητής» του λαού
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης, σήμερα, 30 χρόνων από το θάνατο του Βάρναλη, δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Νίκου Κυτόπουλου
Με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου - Βάρναλη
Σαν σήμερα πριν τριάντα χρόνια (16/12/1974) ο λαός μας έχασε τον αθάνατο «οδηγητή» ποιητή του. ΤονΚώστα Βάρναλη. Με την ευκαιρία της τριαντάχρονης απουσίας του, δημοσιεύουμε εκτενές απόσπασμα της ομιλίας που έκανε ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και συγγραφέας,Νίκος Κυτόπουλος, σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, προς τιμή του Βάρναλη και του Γιάννη Ρίτσου.
«Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884. Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα. Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα "Ζαρείφια Διδασκαλεία" της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι' αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία. Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υστερα από δεκάχρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση, στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές.
Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού. Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και "ελαττώματα". Ηταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το "παρών". Ενα παράδειγμα, στα "Ορεστιακά" υποστήριξε τους δημοτικιστές (1903). Αργότερα (1910-14) βρίσκεται μπλεγμένος με τα "αθεϊκά" του Βόλου.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με τρομερή έκρηξη της οργής των λαών, με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Ο Βάρναλης βρέθηκε τότε (1918) στο Παρίσι, στην πόλη που γεννήθηκε και πνίγηκε σε 72 μέρες στο αίμα της, η επανάσταση, με τ' όνομα "Κομμούνα των Παρισίων".
Η Γαλλία σήκωσε το κύριο βάρος αυτού του πολέμου και το Παρίσι δοκίμασε περισσότερο το μέγεθος των καταστροφών και των πληγών του. Εκεί σημειώθηκαν οι εντονότερες αντιδράσεις στον πόλεμο, η θερμότερη υποδοχή της Οχτωβριανής Επανάστασης, με όλα τα μεγάλα μηνύματά της. Για τον Βάρναλη ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ενα ξαφνικό ξύπνημα. Δεν ήταν μια συνηθισμένη εξέγερση δυσαρέσκειας, απ' αυτές που ξεσπούσαν μέσα στις χιλιετίες της Ιστορίας. Ηταν η συνέχεια της "Κομμούνας του Παρισιού". Η δεύτερη απόπειρα της ανθρωπότητας να σπάσει τα δεσμά της ζούγκλας και να μπει στο στάδιο του Ανθρώπου, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συναδέλφωσης των λαών.
Του έγινε συνείδηση, ότι ο σπαραγμός και η υποδούλωση ανθρώπου από άνθρωπο ξεπερνάνε την αγριότητα των θηρίων της ζούγκλας. Μπορεί να φανταστεί κανείς ένα λύκο να σπαράζει άλλο λύκο για να τον κρατάει δούλο εφ' όρου ζωής; Δεν είναι αδιανόητο, παράλογο; Κι όμως για το ανθρώπινο είδος θεωρείται λογικό! Και κάθε αντίδραση κι αντίσταση αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Τέτοιες σκέψεις που τον πολιορκούσαν, χάλασαν όλους τους ρυθμούς μέσα του. Και τον οδήγησαν σε βρασμό ψυχής. Πέταξεν τον παλιό εαυτό του στα σκουπίδια. Αρχισε να γράφει, να γράφει, να γράφει! Τίποτε δεν άφησε όρθιο η Μούσα του από τα παλιά του είδωλα και σύμβολα. Μέσα από τη σύγκρουση του παλιού με τον καινούργιο εαυτό του, γεννήθηκε το συνθετικό αριστούργημα "Το φως που καίει", που άλλους φώτισε κι ενθουσίασε και άλλους, ακόμα, καίει και ζεματάει με τις καταλυτικές αλήθειες του. Εκεί γεννήθηκαν και "Οι σκλάβοι πολιορκημένοι". Εκεί γράφτηκε και "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική". Στο Παρίσι κυοφορήθηκε και πήρε το πρώτο της σχήμα "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη", ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας πεζογραφίας. Στο Παρίσι βέβαια, από "Το φως που καίει", αναδύθηκε και ο "Οδηγητής", ο σαλπιγκτής των επαναστατημένων λαών όπου Γης.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της βαρναλικής δημιουργίας είναι η εναλλαγή της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το βαθύ λυρισμό. Απαράμιλλο σε λυρισμό είναι το ποίημά του "Ο πόνος της Παναγιάς", από τους "Σκλάβους πολιορκημένους", όπου δίνεται ο πόνος της μάνας για το παιδί της σε μια υψηλή πανανθρώπινη συγκινησιακή δόνηση, που σπάνια συναντά κανείς.
Επιστρέφοντας από το Παρίσι στην Ελλάδα. πλήρωσε ακριβά ο Βάρναλης αυτή την επαναστατική του μεταμόρφωση. Το κράτος της μοναρχοπλουτοκρατίας τον υποδέχτηκε με πολύ σκληρά μέτρα. Οχι μόνο τον απέλυσε από τη θέση του (1925), με την κατηγορία του άπατρι, αλλά και τον εξόρισε, αφαιρώντας του και το δικαίωμα να υπογράψει τα κείμενά του, τις ιδέες του! Ωστόσο κανένα μέτρο σ' όλα τα πολυτάραχα χρόνια που επακολούθησαν δε στάθηκε ικανό να τον λυγίσει. Εμεινε όρθιος, ατρόμητος, αδιάλλακτος. Υπερασπιζόμενος με το ίδιο πρώτο πάθος τα ιδανικά του. Στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, σαλπίζοντας το συναγερμό των συνειδήσεων, πάντα με την πρώτη του ορμή. Υπηρετώντας πάντα τη μεγάλη τέχνη κι αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μεγάλη ποίηση, η μεγάλη πεζογραφία, θέλει πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλες αλήθειες, μεγάλα οράματα, μεγάλους αγώνες.
Πάρα πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την ποίηση του Βάρναλη, αλλά έχει και μεγάλο κι απαράμιλλο σε ποιότητα πεζογραφικό έργο και πρέπει κάτι να πούμε και γι' αυτό. Ενα απ' αυτά, όπως "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη", κυκλοφόρησε το 1931. Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της αρχαιογνωσίας του.
Στο τέλος της "Απολογίας" του ο βαρναλικός Σωκράτης λέει: "Γι' αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι' αυτά που θα 'κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη". Αυτά που θα 'κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος, "στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων".
Οχι μόνο η απολογία, αλλά όλο το πεζογραφικό έργο του εμπνέεται από την καυτή επικαιρότητα. Ετσι γράφτηκαν "Οι δικτάτορες", για να στηλιτεύσουν το φασισμό του Μουσολίνι, το 1941, σε επιφυλλίδες, και το 1956 έγιναν βιβλίο. Από την άλλη "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική" που γράφτηκε στο Παρίσι, ήταν απάντηση σε σχετική μελέτη του Αποστολάκη.
Και το ποίημά του "Λευτεριά" (Δεκέμβρης 1922) ήταν απάντηση στους "Λύκους" του Παλαμά, που δημοσιεύτηκαν το Σεπτέμβρη του 1922. Το ποίημα αναφέρεται πρώτα στον ιδεαλιστή ποιητή που καταφεύγει στη "Νύχτα ονειρομάνα" να ζητήσει το χρησμό της για να τη μεταδώσει στον κόσμο. Ομως σαν απάντηση ακούεται μια φωνή, η φωνή του Βάρναλη, που του λέει αρχικά:
"Τη λευτεριά δεν τη ζητάνε με παρακάλια
την παίρνουνε
με τα ίδια χέρια μοναχοί!"
Και τελειώνει με ένα τετράστιχο, που δίνει την εικόνα της επανάστασης:
"Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ' είδα να ξετρέχει
του Ανομους γιγάντια Δίκη,
ξάφνου του σάλαγου κοπή, γέλια με φτάσανε στριγκά:
σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι
Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλοι και καλεσμένοι".
Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς για το έργο του Βάρναλη! Είναι με λίγα λόγια ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής, ο πρωτοπόρος του 20ού αιώνα, μ' ένα έργο με πανανθρώπινες προεκτάσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν το 1959 με το βραβείο Λένιν.
Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι η ποίησή του είναι δεμένη με τον 20ό αιώνα, όταν η ανθρωπότητα δοκίμασε να σπάσει τα δεσμά του θηρίου και να ανέβει στο επίπεδο του Ανθρώπου. Ο Βάρναλης σαν άνθρωπος, στοχαστής και ποιητής αφιέρωσε όλη τη ζωή και το ταλέντο στο όνειρο αυτό. Και ήταν από τους πρώτους στη χώρα μας. Και μοναδικό παράδειγμα στο κάλεσμα της δικής του εποχής».