Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Αντιρατσιστικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη: «Αλαμπάμα»

Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού - Ημερα της Ποίησης σήμερα και αναδημοσιεύουμε από το «Ριζοσπάστη» (18/12/2001) που παρουσιάζει ένα άγνωστο αντιρατσιστικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη. 


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Οδηγητής - ποιητής που χτυπάει την αδικία
Τριάντα εφτά χρόνια από το θάνατο του μεγάλου ποιητή παρουσιάζουμε δύο από τα λιγότερο γνωστά ποιήματα για το ρατσισμό και την κοινωνική αδικία
Ο 14χρονος Εμιτι Τιλ και δίπλα το κατακρεουργημένο, από τους λευκούς βασανιστές του, σώμα στο φέρετρο
Στις 16 Δεκέμβρη 1974, ο μεγάλος κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης έφυγε από τη ζωή 90 χρόνων, γεμάτος χρόνια και πλούσιο έργο. Πενήντα χρόνια δημιουργίας χωρίς ποτέ να λιποτακτήσει από το χρέος του...Με αφορμή την επέτειο παρουσιάζουμε ένα άγνωστο ποίημα του Βάρναλη. Το ποίημα «Αλαμπάμα» που γράφτηκε στις 15/9/58 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» όπου νοσηλευόταν ο ποιητής για επτά μήνες περίπου, δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 21/9/58 και δε δημοσιεύτηκε σε καμία συλλογή.
O Βάρναλης ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικός στο ποια ποιήματά του θα συμπεριλάβει στις συλλογές του. Δεν επεδίωξε τη συγκέντρωση όλου του έργου του. Για διάφορους λόγους άφησε πολλά ποιήματα έξω από τις συλλογές. Ακόμη και σήμερα βρίσκουμε ποιήματα του ποιητή που οι μελετητές του κατατάσσουν στην κατηγορία των «αθησαύριστων». Ποιήματα που δεν έχουν καταγραφεί μετά την πρώτη τους δημοσίευση σε περιοδικό ή εφημερίδα. Κατά καιρούς παρουσιάζονται περιπτώσεις τέτοιων ποιημάτων.
Μαζί με το «Αλαμπάμα» παρουσιάζουμε και ένα άλλο ποίημα, από τα λιγότερο γνωστά του, το «Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906» που γράφτηκε ως απάντηση σε ποίημα του Καβάφη εμπνευσμένο από ένα περιστατικό ωμής βίας των Αγγλων αποικιοκρατών στην Αίγυπτο.
Στο μεν πρώτο προτρέπει τον άνθρωπο, που μπροστά στο κακό εύχεται να μην είχε γεννηθεί, όπως εκφράζεται από τους στίχους του «αμάραντου», με τα ίδια του τα χέρια να γκρεμίσει στην άβυσσο τους δράκοντες του κόσμου. Στο δεύτερο απευθύνεται στον ποιητή που γράφει μόνο για τον εαυτό του, για την προσωπική του κάθαρση. Στον ποιητή που βλέπει το άδικο μα όχι τους «αδικητάδες».
Πώς γράφτηκε το «Αλαμπάμα»
Ο απαγχονισμός ενός από τους τέσσερις ιθαγενείς καταδικασμένους, παρουσία των αγγλικών αρχών (φωτογραφία της εποχής, από το γαλλικό περιοδικό «L' Illoustration», της 28ης Ιούλη 1906)
Στις 2 Σεπτέμβρη 1958 ο ποιητής διάβασε στην «Αυγή» (τότε εφημερίδα της ΕΔΑ) την ακόλουθη σύντομη είδηση: Στο Μοντγκόμερι της πολιτείας Αλαμπάμα ένας αστυνομικός δολοφόνησε μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο έναν νεαρό νέγρο είκοσι ετών. Ισχυρίστηκε ότι ο νεαρός Γκας Φόστερ παρενοχλούσε ...από τηλεφώνου με χυδαίες εκφράσεις μια παντρεμένη λευκή κάτοικο του Μοντγκόμερι. Ο επικεφαλής της Αστυνομίας δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Επρόκειτο για δικαιολογημένη ενέργεια»!Με αφορμή αυτό το γεγονός, θυμάται ένα από τα τραγικότερα φαινόμενα ωμής ρατσιστικής βίας που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο τρία χρόνια νωρίτερα.
Ηταν Αύγουστος του 1955, ο 14χρονος Emmett Till από το Ιλινόις φιλοξενούνταν στις διακοπές από συγγενείς του στο χωριό Money στο Mississippi. Ενα απόγευμα μαζί με τα ξαδέλφια του πήγαν να πάρουν γλυκά από το παντοπωλείο του χωριού. O Emmett, πληρώνοντας για τα γλυκά του, έκανε ένα κολακευτικό σχόλιο στην όμορφη, αλλά λευκή Carolyn και έφυγε σφυρίζοντας. Η Carolyn, θεωρώντας μεγάλη προσβολή το περιστατικό, το περιέγραψε σε άλλους πελάτες εκείνης της ημέρας και σύντομα η «απρέπεια» του μικρού Αφρο-αμερικάνου μαθεύτηκε στη μικρή κοινωνία του χωριού του Mississippi διανθισμένη με τις συνήθεις υπερβολές. Λίγες μέρες αργότερα ο άντρας της Carolyn επέστρεψε από το ταξίδι του και έμαθε και αυτός τι είχε συμβεί. Προσβεβλημένος, συμφώνησε με τον αδελφό του «να δώσουν ένα μάθημα» στον 14χρονο «νέγρο» που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του στη γυναίκα του. Πήγαν στο σπίτι όπου φιλοξενούνταν ο μικρός, τον πήραν βίαια και τον πήγαν στην αυλή του σπιτιού του. Εκεί η Carolyn τον αναγνώρισε σαν αυτόν που της είχε σφυρίξει λίγες μέρες πριν στο μαγαζί της. Εβαλαν τον μικρό στο αμάξι και τον οδήγησαν στις όχθες του ποταμού Tallahatchie. Εκεί τα δύο αδέρφια ξυλοκόπησαν το 14χρονο αγόρι χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων τις λαβές των όπλων τους. Το παιδί μην αντέχοντας τα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα 2 ενήλικων αντρών σωριάστηκε αιμόφυρτο και ενώ ήταν ακόμα εν ζωή τού ξερίζωσαν τα μάτια. Σέρνοντας τον μικρό που ψυχορραγούσε πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα στην όχθη του ποταμού έδεσαν στο λαιμό του, με αγκαθωτό σύρμα, ένα παλαιό κόπτη βαμβακιού για αντίβαρο. Στη συνέχεια τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και τον πέταξαν στο ποτάμι. Τρεις μέρες αργότερα βρέθηκε το φριχτά παραμορφωμένο σώμα του 14χρονου αγοριού. Η αστυνομία του Mississippi έδρασε αστραπιαία. Παρέλαβε τον μικρό, τον έβαλε σε ένα ξύλινο κασόνι το σφράγισε και σχεδόν τον έθαψε την ίδια μέρα που ανακαλύφθηκε το πτώμα του. Στο μεταξύ η μητέρα του Emmett που έμαθε τι είχε συμβεί, αποφάσισε η κηδεία του παιδιού να γίνει στη γενέτειρά του. Η αστυνομία του Mississippi αναγκάστηκε να ξεθάψει τον μικρό και να στείλει με τρένο τη σορό του στο Chicago. Η Mamie Till πήγε στο σταθμό για να παραλάβει τη σορό του παιδιού. Η αστυνομία του Mississippi της απαγόρευσε να ανοίξει το φέρετρο που ήταν σφραγισμένο. Απαιτώντας να δει για τελευταία φορά τον γιο της απείλησε ότι αν δεν το άνοιγαν εκείνοι, θα το έκανε η ίδια. Το άνοιξαν. Στη θέα του άψυχου σώματος του παιδιού οι παριστάμενοι παρέλυσαν. Η Mammie κατέρρευσε. Πνίγοντας τον πόνο της αποφάσισε η κηδεία του μικρού να γίνει με ανοικτό το φέρετρο. Δέχτηκε πιέσεις από την πολιτεία του Chicago να μην το πράξει. Η ίδια αντιστάθηκε, λέγοντας: «Θέλω όλος ο κόσμος να δει τι έκαναν στο μωρό μου». Το φριχτά παραμορφωμένο σώμα του φωτογραφήθηκε και η εικόνα αυτή έκανε το γύρο του κόσμου, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή. Στο εσωτερικό της χώρας το γεγονός πυροδότησε αντιδράσεις εναντίον της καταπίεσης που δέχονταν αιώνες τώρα οι Αφρο-αμερικανοί από λευκούς συμπολίτες τους, αλλά και την επίσημη πολιτεία. Οι δύο ένοχοι Roy Bryant και ο J. W. Milam δικάστηκαν από σώμα λευκών ενόρκων και αθωώθηκαν ομόφωνα. Το γεγονός προκάλεσε νέο κύμα αντιδράσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενα χρόνο μετά την αθώωσή τους σε συνέντευξη που παραχώρησαν στο αμερικανικό περιοδικό «LOOK», σίγουροι - βάσει νόμου - ότι δε θα διωχθούν ποινικά, ομολόγησαν το έγκλημά τους χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
Φελάχες του Ντενσουάι αμέσως μετά τις εκτελέσεις (φωτογραφία της εποχής, από το γαλλικό περιοδικό «L' Illoustration», της 28ης Ιούλη 1906)
Στο ποίημα ο Emmett Till αναφέρεται ως Εμμερυ Τιλλ (ή Χιλλ στον τίτλο). Αυτό μάλλον οφείλεται σε λανθασμένη μετεγγραφή του ονόματος στον ελληνικό Τύπο. (Συνηθισμένο φαινόμενο αυτή την εποχή). Οπως και το Γκυ Φόστερ αντί ο Γκας.
Αίγυπτος, Ιούνης 1906
Για την Αίγυπτο η 27 Ιούνη 1906 είναι κάτι αντίστοιχο με τη δική μας Πρωτομαγιά του 1944: Ομαδική εκτέλεση αθώων ανθρώπων από τον κατακτητή.
Είναι αρχές καλοκαιριού του 1906. Μια ομάδα Βρετανών δραγόνων μπαίνει σε ένα μικρό χωριουδάκι, το Ντενσουάι. Αρχίζουν να πυροβολούν τα ήρεμα περιστέρια που ανέτρεφαν στους περιστερώνες τους οι φελάχοι. Βάλανε φωτιά σε έναν αχυρώνα, κάψανε ένα σπίτι και μια μητέρα 26 χρόνων. Τότε τους ρίχτηκαν οι φελάχοι με πλίνθους και ρόπαλα. Οι Αγγλοι αμυνόμενοι πλέον άρχισαν να πυροβολούν και πλήγωσαν 4 άντρες. Οι φελάχοι τους αφόπλισαν και τους ξυλοφόρτωσαν. Ενας μόνο κατόρθωσε να ξεφύγει, ο γιατρός του τάγματος, καπετάν Μπουλλ, που πληγωμένος στον κρόταφο από πέτρα κατάφερε μέσα στον καύσωνα να διανύσει όλη την απόσταση και να φτάσει στο στρατόπεδο. Οπου και πέθανε λίγο αργότερα από ηλίαση. Στο μεταξύ και οι υπόλοιποι κατάφεραν να πάρουν τα άλογά τους και να γυρίσουν πίσω. Αποθηριωμένοι οι Αγγλοι και διψώντας για εκδίκηση ξεχύθηκαν σε γειτονικό χωριό και σκότωσαν ένα φελάχο συντρίβοντάς του το κεφάλι. Οι κατοχικές αρχές με την ωμή παρέμβαση των Αγγλων, με γρήγορες διαδικασίες και προειλημμένη την απόφαση, οδήγησαν τους κατοίκους του Ντενσαυάι σε δίκη στις 24 Ιουνίου. Μια κατοχική εφημερίδα είχε προαναγγείλει το στήσιμο της αγχόνης. Ετσι το έκτακτο δικαστήριο τους δίκασε με συνοπτικές διαδικασίες. Στις 27 Ιούνη βγαίνει η απόφαση. Τέσσερις Αιγύπτιοι σε απαγχονισμό, δύο σε ισόβια καταναγκαστικά, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, έξι σε 7 χρόνια καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και σε δημόσια μαστίγωση και πέντε σε δημόσια μαστίγωση χωρίς φυλακή. Την επομένη το απόγευμα στο σημείο της συμπλοκής στο Ντενσουάι, οι τέσσερις καταδικασθέντες απαγχονίζονται για παραδειγματισμό.
Το Φλεβάρη του 1908 ο Καβάφης με αφορμή αυτό το γεγονός γράφει το ποίημα «Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906 2μ.μ.». Βάζει ως τίτλο την ημερομηνία 27 Ιούνη, ημέρα της έκδοσης της απόφασης και όχι της εκτέλεσης ή της συμπλοκής. Ο Καβάφης θέλει να στηλιτεύσει την άδικη απόφαση. Σαν μια δική του συγγνώμη για αυτό που συνέβη «παίρνει δι' ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρρσιν». Μα αυτός ήταν ο Καβάφης. Αρνητής της αδικίας, μα ποτέ του οδηγός.
Επαναστάτης - οδηγητής
Ο Βάρναλης είναι μαστιγωτής της αδικίας και των «Αδικητάδων». Στο δικό του ομότιτλο ποίημα εστιάζει στο γεγονός, στην αιτία και στον ένοχο. Γνώστης της αιτίας. Παντού και πάντα οι «αδικητάδες» θέλουνε «δικά τους/ τα περιστέρια, τα καλύβια, την πατρίδα». Και για να τα έχουν χρειάζονται τη βία. Στον Καβάφη υπενθυμίζει αργότερα, με άλλο του ποίημα («Ελεύθερος κόσμος» μια σάτιρα της «Πόλις» του Καβάφη, 1968), «"ο ελεύθερός σου κόσμος" είναι εδώ/ κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού». Σε αυτόν τον κόσμο «Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω/ φτηνά πουλιέται το κρέας το ανθρωπίσο».
Σατιριστής του κοινωνικού κακού, της μοιρολατρίας, της παραίτησης, της ηττοπάθειας προτρέπει τον Καβάφη και κάθε καταπιεσμένο, «Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκαιο νόμο/ δεν είναι εκεί που πας. Να αλλάξεις δρόμο». Να ακολουθήσουν το δρόμο της υπεράσπισης της ζωής, του πολιτισμού και της ελευθερίας. Αυτόν που οδηγεί στην αλλαγή της κοινωνίας.
Γράφει ο ίδιος: «Το σπουδαίο δεν είναι το τι γράφει και τι έγραψε κανείς μα το "γιατί γράφει" και "για ποιους"...».
Αφυπνιστής, θέλει να ξυπνήσει «το θύμα, το ψώνιο». Να καταλάβει ότι η δύναμη είναι στα χέρια του. Μόνο έτσι «θα έρθει ανάποδα ο ντουνιάς». Προτρέπει τους Σκλάβους πολιορκημένους: «Aν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Και «Μ' αυτά τα χέρια μας στα βάθη της αβύσσου/ Να τους γκρεμοτσακίσουμε τους δράκοντες του κόσμου!».
Επαναστάτης - οδηγητής. Με το έργο του αναδεικνύει την εργατική τάξη ως τη δύναμη που μπορεί και πρέπει να ανατρέψει την τάξη των εκμεταλλευτών και τους θεσμούς της, αλλά και θα οικοδομήσει μια νέα, ανώτερη μορφή κοινωνία, την κομμουνιστική.

Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ
«Αλαμπάμα»
Εμμερυ Χιλλ (sic) - Γκυ Φόστερ
Αμα ο Θεός αμόλησεν τους άξιους πρωτόπλαστους
απ' το στενόν παράδεισο, κι όλης της γης την άπλα
τους χάρισε βασίλειό τους, Αμέρικα - Ιγγλιτέρα,
την πύρινη ρομφαία του τους έδωσε κι: - «Αμέτι»!
Με της ρομφαίας μου τη φωτιά με της ρομφαίας την κόψη
στη Γης να διαφεντεύετε το Δίκιο, την Ειρήνη!
***
Λαός δεν έμεινε λευκός ή κίτρινος ή μαύρος
που να μη χάρηκε βαθιά στα κόκκαλα το Δίκιο
κα να μην τρώγει και αίματα και μ' ίδρο την μπουκιά του
και που να μην πεθαίνει αυτός να ζει τ' αφεντικό του.
***
Ενα νεγράκι, Εμμερυ Τιλλ, κατράμι των αιώνων,
εσφύριξε σε μια λευκή νεράιδα που περνούσε
κ' ευτύς του κόψαν τ' απαυτά να μην ξανασφυρίξει
παράδειγμα και μάθημα για κάθε Τιλλ του κόσμου.
Με μαύρα γράμματα σε ήλιου και φεγγαριού το δίσκο
Εμμερυ Τιλλ εγράψανε να βλέπουν να φοβούνται
άσπροι, μαύροι και κίτρινοι να μην ποτέ σφυρίξουν
μα να φιλούν ευλαβικά την άγιαν άλυσό τος.
***
Και να τώρα ξανάγραψεν η Θεά Δικαιοσύνη
δεύτερο μαύρον όνομα και σ' ήλιο και φεγγάρι
Γκυ Φόστερ, δεκαφτά χρονών, μαύρος κι αυτός μιας μαύρης
μοναχοπαίδι, στήριγμα κ' ελπίδα της φυλής του
τι μίλησε σε μια λευκή από να δρόμο σ' άλλο.
Και τότε ο άγγελος φρουρός της Παξ Αμερικάνα
του φύτεψε μιαν πιστολιά στο μαύρο του κροτάφι
για να σωθούν ολ' οι λαοί κίτρινοι, μαύροι κι άσπροι.
***
Προσπέφτουμε στα γόνατα για να προσευχηθούμε
να κόβει μέρες μας ο Θεός και να σας δίνει χρόνους
ξεσοϊσμένοι Θούληδες κι αισχροί Νεοκοσμίτες
να δώσετε μιαν πιστολιά σ' όλης της Γης το μαύρο
κροτάφι, μάιδε να σφυράει και μάιδε να μιλάει!
***
«Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι γκρεμό κρατιέται
τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ' αρκούδια και μερώνουν
να χε τον φάει κ' η μάνα μας να μη μας εγεννούσε».
Οχι!... Μ' αυτά τα χέρια μας στα βάθη της αβύσσου,
να τους γκρεμοτσακίσουμε τους Δράκοντες του κόσμου!
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
«Ευαγγελισμός» 15/9/58


Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906 2 μ.μ.
Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τάζησες παιδί μου»
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κ' επέρασάν το σκοινί και τόπνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ' ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν,
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά» μοιρολογούσε,
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ

Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906*
ήγουν
παντού τα πάντα κι όποιοι
Στο φίλο μου Στρατή Τσίρκα
Τι κλάματα, κατάρες, ουρλιαχτά κι αντάρα!
Ηλιος - φωτιά, μεσημεριάτης τ' Αλωνάρη
φλέγει την άμμο, την ανάσα και τα μάτια
Μαννάδες αραπίνες μαβρομαντηλούσες
χτυπιούνται χάμου και δαγκώνουνε τα χέρια.
Γέροι και γράδες και μωρά και σκύλοι ουρλιάζουν.
***
Παντόγυρα ομορφόπαιδα στα γιορτινά τους
καβάλα και πεζούρα - κι όλα τους καινούρια:
νιάτα, στολή, σπαθιά, ντουφέκια - αθανασία!
Χαρούμενα και λέφτερα κ' ερωτευμένα
σε ξένον τόπο ξένοι αφέντες σταβροφόροι,
στο πανηγύρι του θανάτου χορεφτάδες.
***
Στη μέση ο λόρδος καπετάνπασας, κολόνα
πάνου στον άσπρο βουκεφάλα του, φαρμάκι
κατάχρυσο, θαμπώνει πιότερο από τον ήλιο.
Ασπρα χέρια και μάγουλα, μοσκομυρίζει,
γαλάζιον αίμ', αλλού κοιτάει, μακριά βιγλίζει.
Αντρας και δυο και τρεις φορές μπρος σε δεμένα
παλιόσκυλα, μα σαν κουρνιάζουνε στο πάρκο
τα κοτσύφια, στον μπάγκο γυναικούλα - μέλι!
***
Τέζα οι ξυπόλυτοι φελάχοι στη θελιά τους
με μάτια πεταμένα, κρεμασμένη γλώσσα
ντροπιάζουνε την άγια εικόνα του Κυρίου!
Και στα παλούκια δίπλ' άλλοι δεμένοι φταίχτες
τους κομματιάζει ο βούρδουλας κι αφτοί σπαράζουν,
στην αρχή ξεφωνάνε κ' ύστερα σωπαίνουν...
Και τα μάβρα καθάρματα, που τους προδώσαν,
τους βαράνε περσότερο και χαχανίζουν.
***
Οντας ανάσκελα η ξανθή χαρά του Γκαίτε,
η παιδούλα Μπετίνα, κλώτσαγε τον ήλιο,
από τον Ελυμπο ψηλά ο μουρντάρης Δίας
κρυφογελώντας χάηδεβε τ' άσπρα του γένια.
Ομοια ο τριπλός των χριστιανώνε Πηλοπλάστης
χαιρότανε να βλέπει τους αδικητάδες
να τους κουνάει ο Αιώνιος Νόμος στον αγέρα
κι άλλους να τους σωριάζει χάμου, κρέας κομμένο.
Μεγάλοι αμαρτωλοί, που θέλανε δικά τους
τα περιστέρια, τα καλύβια, την πατρίδα!
***
Κι ο Σατανάς, π' όλο γελάει και μοναχός του,
έκλαιγε τώρ' απ' το κακό του: - «Οι σατανάδες
του Κάτου Κόσμου τρισχειρότεροι από μένα»!
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Γενάρης του 1964
*Το ποίημα αυτό είναι σαν απάντηση στο ανέκδοτο ποίημα του Καβάφη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος της «Επιθεώρησης Τέχνης» το αφιερωμένο στον Αλεξανδρινό ποιητή.
Κ. Β.
(σ.σ. Το ποίημα του Καβάφη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκέμβρη 1963 και του Βάρναλη στο τεύχος Φλεβάρη 1964)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου