Συνεχίζουμε με περιστατικά και σχόλια
από την βιογραφία του Κώστα Βάρναλη «Κονταρομάχος», γραμμένη από το φίλο του
Μενέλαο Λουντέμη.
Ό,τι το
εκλεκτόν δάσκαλε
O γεννημένος φτωχός
συνήθιζε να κάνει το ένα δύο. Ακόμη και τον επιούσιον να τον κάνει δυο
επιούσιους. Δεν ήταν απ’ αυτούς τους φτωχούς ο Βάρναλης. Δεν θέλω να πω πως
ήταν παραλής ή πολυφαγάς. Καθόλου μάλιστα. Ήταν όμως διαλεχτοφαγάς. Αλλά και να
τόθελε να μην είναι δεν τον άφηναν οι προμηθευτές του. Έμποροι, λαχανοπώλες,
χασάπηδες, ψαράδες θα του φύλαγαν πάντα ό,τι το πιο διαλεχτό («ό,τι το εκλεκτόν
δάσκαλε»). Κι άμα το μαγαζί «εστερείτο» ο καταστηματάρχης θα τούλεγε: «Δεν έχω
σήμερα τίποτα για τον κύριο Κώστα...». Και το μαγαζί ήταν γιομάτο. «Κι αυτό το
μπούτι; ρωτούσε ο κυρ Κώστας, για ποιον το φυλάς; Θέλω να το κάνω με σκόρδο,
και μαυροπίπερο στο φούρνο».
— Είναι... για άλλους.
Ήθελε να πει για άλλους, για κάτι
παρακατιανούς που τρώνε ό,τι και να τούς ταΐσεις, για το σωρό δηλαδή. Για τον κυρ
Κώστα όμως δεν είχε. Αύριο. Τα ψώνια πάλι εννοούσε να τα κάνει ο ίδιος. Στη
Δώρα άφηνε το μαγείρεμα.
Σιχαινόταν τους πολυφαγάδες, τους
σκεμπέδες. Απ’ τ' άλλο μέρος όμως περιφρονούσε και τούς λιτοδίαιτους.
Λυπόταν έξαφνα απ’ τα βάθη της
ψυχής του τον Καζαντζάκη. Αυτός «τσιμπολογάει», έλεγε, δεν τρώει. Σωστό ήταν.
Ένα σύκο, ένα καρύδι, λίγα χόρτα βραστά. Ο Καζαντζάκης έλεγε «ο άνθρωπος είναι
πνέμα» και γι’ αυτό δεν ήθελε να τον εκχυδαΐσει. Λέμε για άγιους των γραμμάτων,
για τον Παπαδιαμάντη, για τον Μωραϊτίνη. Μα μπροστά σ' αυτούς ο Καζαντζάκης
ήταν στυλίτης. Και το περίεργο, στερούνταν εθελοντικά. Γιατί -ναι μεν- πλούσιος
δεν υπήρξε αλλά ποτέ δεν στερήθηκε τα στοιχειώδη. Τις μαύρες πείνες του Κοτζιούλα ή του Παπανικολάου
ποτέ, ούτε και στα πιο στενάχωρά του χρόνια, τα περιπλανητικά, δεν τα δοκίμασε.
Ήταν λιτοδίαιτος από πεποίθηση. Γενικά λίγες απ’ τις γήινες χαρές γεύθηκε οδ
Καζαντζάκης. Απ’ τις ζωώδεις καμία.
Φτουραίνει ποτές άνθρωπος που δεν ξέρει να βρίσει;
Μερικοί
απρόσεχτοι τον είπαν «ευδαιμονιστή», «φίλαμπο» (Κώστας κερνά – Κώστας πίνει).
Θα τους φανεί πολύ απροσδόκητη η αποκάλυψη.
Μόνο στους βιαστικούς κι επιπόλαιους
φαίνονταν έτσι. Αλλά -κι αυτοί- αναγνώριζαν τη «μαστοριά του» στο στίχο. Ηλιθιότητα.
Σα νάταν τυχαία η μαστοριά, κάτι θεόπεμπτο και όχι προϊόν της τυράγνιας, της υπομονής και της αγρύπνιας. Αλλά ξέρω τι ήθελαν.
Ήθελαν να βλέπουν τον Βάρναλη «ποιητή» και στην ταβέρνα, ποιητή και στο δρόμο,
ποιητή και στις παρέες. Αλλά ο Βάρναλης όταν έβγαινε έξω άφηνε τον ποιητή στο
σπίτι. Και κυκλοφορούσε με τον Κώστα τον Κωσταντή (γεια σου Κωσταντή
βαρβάτε!). Κυκλοφορούσε με τον απλό, λαϊκό πολίτη. Σαν τον έβλεπαν μερικοί που
τον αγνοούσαν φυσιογνωμικά απόμεναν. «Αυτός είναι ο Βάρναλης; έλεγαν.
Αδύνατο!».
Πώς έπρεπε να είναι; Νάχει δηλαδή τη
«σφραγίδα» του θεού; Αυτό έπαθε κι ο Σικελιανός και σιγά, σιγά έχασε τόνομά
του. Όλοι τον έλεγαν «Ποιητή». Ο Σικελιανός δεν ήξερε να διχαστεί. Κάποτε
βρέθηκε στο σταυροδρόμι... Ανακάλυψε ότι δε μπορούσε να ζει και με τις δυο μαζί
Ιδιότητες. Και πέταξε τη μια. Έμεινε ποιητής. Στο ίδιο σταυροδρόμι βρέθηκε κι π
Βάρναλης. Κάποιον έπρεπε να μανταλώσει. Από κάποιον ν’ απαλλαγεί. Και δεν
άργησε να διαλέξει. Κλείδωσε τον ποιητή και κράτησε τον πολίτη. Όπως βλέπετε ο
Βάρναλης κι ο Σικελιανός ήταν δυο φύσεις ανόμοιες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι
δεν τα κατάφεραν ποτέ να μονιάσουν. Κι όταν μπορούσε ν’ αποφύγει ο ένας τον άλλον
τόκαναν με μεγάλη ευχαρίστηση. Τι ήταν αυτό στο Βάρναλη πού τον κρατούσε
μακριά απ’ το Σικελιανό; Τι τον απόδιωχνε: «Δε θα μου πεις, Άγγελε;»
-
Αγαπημένε
μου... να! Πώς να το πω; Να... Είναι αυτό, αυτό το «λαϊκουρίστικο»...
Καταλαβαίνεις; Είδες; Δεν λέω «λαϊκό». Αυτό... Δηλαδή μια... συχώρα με που δε
βρίσκω τη λέξη... Θέλω να πω μια «triviliate». Μα όχι. Πάλι δεν το βρήκα, θέλω να πω αυτή η επιδεικτική απλοϊκότητα, αν
μπορώ να την πω έτσι. ‘Η όχι;... Ε, αυτό.
Όταν δεν μπορούσε να συνταιριάξει τη
λέξη που ήθελε έλεγε ένα «αυτό» ή ένα «ναι» και συμφωνούσε. Έπειτα... Ο
Σικελιανός δεν μπορούσε να υποφέρει τη φυσικότητα.
Του άρεσε να βλέπει τον άλλον να τα χάνει λίγο μπροστά του. Στο βάθος όλης
αυτής της «αποστροφής» ήταν ένα γεγονός πολύ απλό. Ο Βάρναλης δεχόταν την
ποίηση του Σικελιανού, δεχόταν το Σικελιανό αλλά δεν τον θαύμαζε. Ο Σικελιανός
όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς θαυμασμό Ε, αυτό ήταν τό μυστικό.
—
Είναι
καμπανιστή... έλεγε, περίτεχνη (εννοούσε τη Σικελιανή ποίηση) παίρνει πόζα. Ας
κάτσει ήσυχα. Δε θα γίνει και Αισχύλος.
—
Και γιατί; είναι
τάχα αδύνατο; Είναι αδύνατο να γεννηθεί και σήμερα ένας Αισχύλος;
—
Α-πο-λύ-τως αδύνατο;
Όσο αδύνατο ήταν και το να γεννηθεί στην εποχή του Αισχύλου ένας Σικελιανός.
Αλλά, αυτά τα απλά πράγματα δεν μπορεί να τα καταλάβει ο κουμπάρος σου και
γίνεται οχληρός. Ξέρεις ότι πιο νέος κυκλοφορούσε μέ χιτώνες, χλαμύδες, πέτασσο
και πέδιλα; Είναι καμώματα σοβαρού σύγχρονου άνδρα αυτά;
Ο Σικελιανός με το Βάρναλη ήταν δυο
αληθινές μεγαλειότητες του νεώτερου ελληνικού Παρνασσού αλλά βάδιζαν κι οι δυό
παράλληλα. Δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ας ξαναγυρίσουμε στο Δάσκαλο. Το
Σικελιανό φυσικά δεν τον είπε ποτέ κανείς «δάσκαλο» ούτε και «μπάρμπα -
Αγγελο». Ενώ το «Δάσκαλος» και το «μπάρμπα - Κώστα» έπαιρνε κι έδινε στα χείλη
του Λαού. Η απόσταση -αν υπήρχε κι όση υπήρχε- ανάμεσα στο Βάρναλη και στο λαό
— ήταν οριζόντια. Διανύονταν. Ανάμεσα στο Σικελιανό και το Λαό ή απόσταση ήταν
κάθετη.
Ε... Και όμως! Διανύθηκε! Αλλά πότε;
Μόνο στα τελευταία του χρόνια. Οταν πέσανε οι πείνες, τα σίδερα. Και ισοπεδώθηκαν οι άνθρωποι... Τότε γνώρισε κι ο
Σικελιανός το Λαό, τον ίδιο το Λαό. Γιατί ως τότε γνώριζε μόνο τη γλώσσα του -
έξοχο μέσο επικοινωνίας αλλά όχι τόσο αποφασιστικό. Ο κανακάρης είχε μάθει τη
γλώσσα -το ξαναπάμε- απ’ τις βάγιες του κι από κάτι «κυρούλες» ξωχάρισες που τον
ντάντευαν, τον «λάτρευαν», του μαγείρευαν... και κατόπι σταυροκοπιούνταν.
Θάθελα να μη με δυσκολέψουν να ομολογήσω
κάποτε ποιον αγάπησα πιο πολύ. Νομίζω πως θα πίκραινα τη μνήμη κεινού που
έφυγε. Και ήταν ένας πολύ πρόωρος χαμός. Άξαφνος, σπαραχτικός.
Ο Σικελιανός δεν ξεψύχησε.
Κεραυνοβολήθηκε. Είδε το θάνατό του, τρόμαξε, έκλεισε τα μάτια... Και δε θέλησε
πια να τα ξανανοίξει.
-
Ήταν
αριστοκράτης! φώναξε μια μέρα ο Βάρναλης.
-
Γιατί; ρώτησα.
-
Φαντάσου... Δεν
είπε ποτέ τη λέξη «ρε». Φτουραίνει ποτές άνθρωπος που δεν ξέρει να βρίσει;
Πόσο είχε δίκιο! Τόσα χρόνια και μόνο τότε το ανακάλυψα. Ο Σικελιανός δεν έβρισε
ποτέ. Κοίτα ανακάλυψη! Και ποτέ δεν τούφυγε απ’ τα χείλη του κάτι το αγοραίο.
Ίσως όχι γιατί το αποστρεφόταν μόνο. Αλλά ίσως και να το αγνοούσε. Βλέπετε...
Πολλά μαθαίνει κανείς από γέρους πού δεν εννοούν να γεράσουν.
Γι’ αυτήν την άρνηση του Βάρναλη να γεράσει τον κακολόγησαν
πολύ οι συνομήλικοι του. Μόνο ο Βέης - μεγαλόψυχος όπως πάντα τον έβλεπε
συγκαταβατικά. «Τι φταίει ο Κώστας;» έλεγε. Φταίνε τα γηρατειά πού δεν τολμούνε
να τον ζυγώσουν. Κείνος δεν ξέρει να γεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου