Δημοσιεύουμε σήμερα την ομιλία του
φιλολόγου Δημήτρη Δαμασκηνού στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης
και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», στις 24 Φλεβάρη στα Χανιά.
Εισήγηση στην εκδήλωση για τον Βάρναλη (24-02-2013)
Φίλες και φίλοι καλησπέρα,
Η εκδήλωση έγινε την Παρασκευή, στις 11 του
Μάη, στο θέατρο Βλησίδη και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, αποδεικνύοντας την αγάπη
του κοινού για το συγγραφέα του Μέλιου, που ωστόσο από το Κράτος και τα
υπουργεία, ανάμεσα τους κι αυτό της Διά Βίου Αμάθειας, έχει πεταχτεί στα
λογοτεχνικά αζήτητα.
Την ίδια στάση κράτησαν και τα περισσότερα
πνευματικα (λεγόμενα) σωματεία λησμονώντας παντελώς να κάνουν κάθε αναφορά στη
ζωή και το έργο του. Ίσως γιατί θεωρήθηκε ξεπερασμένος και γλυκερός…Ίσως
υποτιμήθηκε το χνάρι που έχει αφήσει ο ίδιος στην πεζογραφία. Ίσως συνέτεινε το
γεγονός πως ο εκδοτικός οίκος που τον εκδίδει, τα Ελληνικά Γράμματα, έχει
κλείσει και δεν υπάρχει εκδότης να κινήσει εκδηλώσεις και εορτασμούς.
Πιθανότατα αγνοήθηκε η αγάπη των νέων για το έργο του. Τέλος, ήταν η αριστερή
πολιτική του τοποθέτηση, η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, η πολιτική
προσφυγιά.
Μπορεί, όμως, διερωτάται η δημοσιογράφος Δάφνη
Πασχάλη εύκολα να ξεχαστεί η υπέροχη
ρήση του όταν του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να μη του αφαιρεθεί
η ιθαγένεια; «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια
δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!» [1].
Την ακεραιότητά του και την πένα του
παραδεχόταν και ένας σπουδαίος ποιητής, που γνώριζε τον Λουντέμη από την
εφηβεία του: ο Κώστας Βάρναλης.
Ο Λουντέμης, από την άλλη πλευρά, αναγνώριζε
ως δάσκαλο και φίλο τον ποιητή, είχε, μάλιστα, γράψει για εκείνον το βιβλίο «Ο
κονταρομάχος», το 1974.
Ο Ηρακλής Κακαβάνης στο εξαιρετικό βιβλίο
του που παρουσιάζουμε σήμερα μας θυμίζει ένα περιστατικό από τη δίκη εναντίον
του Μενέλαου Λουντέμη, για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», το 1956. Εκείνες
τις πικρές και δύσκολες εποχές ήταν δυνατόν να συρθεί στα δικαστήρια κάποιος
για τη λογοτεχνική του παραγωγή, σύμφωνα με τον νόμο 509, για «κατασκοπεία», με
βάση τον οποίο εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης.
«Για να ’ναι ένοχος ένας συγγραφέας», είπε ο
Βάρναλης καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης, «πρέπει να δίνει αρνητικές
απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία
αδικίας, με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερον:
Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο
ή με τον τύραννο; Και τρίτον και τελευταίο: Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική
σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με
τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλληκάρια;».
Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία και κείμενα
που δεν είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό παραθέτει ο Ηρακλής Κακαβάνης. Άλλα
αλίευσε από το αρχείο Βάρναλη, άλλα από εξαντλημένα περιοδικά ή δυσεύρετες
εφημερίδες. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του, από ένα
διευρυμένο και ζωντανό χρονολόγιο, βρίσκουμε και ενδιαφέροντα στοιχεία και
αυτοβιογραφικά αποσπάσματα ή ποιήματα. Τα «Μαρασλειακά», οι φιλολογικοί
«καυγάδες» του Βάρναλη με τον Παλαμά, τον Δελμούζο, τον Ξενόπουλο και άλλα
πολλά, δίνουν το στίγμα της εποχής. Μαζί και ξαναδουλεμένα και τα άγνωστα ποιήματα
από το αρχείο του ποιητή.
Για το βιβλίο έχουν εκφραστεί πολλοί,
«επώνυμοι και ανώνυμοι», με ιδιαίτερα κολακευτικά για το συγγραφέα σχόλια· ανάμεσά τους
πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όπως η Γεωργία Λαδογιάννη, προοδευτικοί καλλιτέχνες,
όπως ο Διονύσης Τσακνής, ο Κώστας Καζάκος και ο Γιώργος Σαρρής, γεροί
φιλόλογοι, όπως ο Νίκος ο Σαραντάκος, σχολιαστές – κριτικοί και blogers, γενικότερα άνθρωποι των γραμμάτων και
δημοσιογράφοι, όπως ο Θανάσης ο Σκαμνάκης, ο Νίκος ο Μπογιόπουλος κ.α.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Και παρά τη
σεμνότητα που διακρίνει τον Ηρακλή το βιβλίο του είναι σημαντικό, επειδή
ξαναφέρνει τον Βάρναλη στην επικαιρότητα και επειδή είναι βιβλίο που δίνει έναυσμα για να γίνουν κι
άλλες εργασίες, να γραφτούν και άλλα βιβλία.
«Η σπουδαιότητά του έγκειται στο γεγονός
ότι φέρνει τον ποιητή πιο κοντά στους ανίδεους σαν και του λόγου μου», θα γράψει ο blegger Οικοδόμος (όλους εμάς) που επιπλέαμε στην επιφάνεια του έργου του με τη σιγουριά ότι
ταξιδεύαμε σε γνωστά νερά. Το βιβλίο τού Κακαβάνη μας δίνει τη δυνατότητα να
βουτήξουμε σ’ αυτά τα βαθιά νερά και να θαυμάσουμε την ομορφιά και τον πλούτο
τους.
Ή με τα λόγια του Νίκου του Μπογιόπουλου
που είπε κλείνοντας την εκδήλωση στην Αθήνα: «Το βιβλίο του Ηρακλή είναι έτσι κι αλλιώς σπουδαίο και
αναφέρθηκε πόσο σπουδαίο είναι. Νομίζω για εμάς τους μη ειδικούς η αξία του
βιβλίου κρίνεται από την αντοχή του στο χρόνο, όπως και για τους ειδικούς, και
όταν λέω για την αξία του στο χρόνο έχει να κάνει με το πόσες φορές εμείς οι μη
ειδικοί θα το αναζητήσουμε στη βιβλιοθήκη μας. Από αυτή την άποψη, είναι
σίγουρο ότι το βιβλίο του Ηρακλή πολλές φορές θα διαπιστώσουμε πόσο αξίζει
γιατί πολλές φορές θα το αναζητήσουμε» [3].
***
Ποιος είναι, όμως, ο Κώστας Βάρναλης και
πόσο άγνωστος μας είναι;
Καταρχήν είναι ένας από τους κορυφαίους προοδευτικούς
διανοουμένους του τόπου μας.
Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική, δοκίμια και
μεταφράσεις με διαλεκτική υλιστική οπτική της τέχνης. Με άλλα λόγια είναι θεμελιωτής της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας.
Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο
χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πρωτοπόρα
προσωπικότητα αυτού του πνευματικού ηγέτη. Για να γίνει κονταρομάχος των φτωχών
και ν’ ανοίξει δρόμο στις νέες ιδέες, υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με
αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του
ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με
κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο
Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν’ αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο
εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους
κόλπους του βενιζελισμού.
Το έργο του Κώστα Βάρναλη είναι γραμμένο
στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση.
Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για
τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο
«διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται
άριστα με τη σάτιρα. Για την ποίησή του, άλλωστε, θα γράψει ο Μενέλαος
Λουντέμης πως δεν μύριζε ποτέ γάλα: «Μύριζε
από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά ‘γυμνάσματα’
και δοκιμές και περιπλανήσεις στους ‘λειμώνες [4]
των ασφόδελων’ [5].
Μ’ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί
του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια [6],
μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου [7]
λυρισμού [8]».
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής
σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και
ανήσυχος, και συγχρόνως δεξιοτέχνης της
ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη
σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Όπως γράφει και ο Ηρακλής
Κακαβάνης στο βιβλίο του:
«…Ο
Βάρναλης δεν είναι ένας συνηθισμένος ποιητής. Καταρχήν, δεν είναι μόνο ποιητής.
Πάνω απ’ όλα είναι διανοητής. Η δημοσίευση ποιημάτων δεν ήταν αυτοσκοπός για
κείνον. Το πολύπλευρο ταλέντο του και η μεγάλη του μόρφωση του έδωσαν τη
δυνατότητα να έχει πολλά εκφραστικά μέσα πέραν της ποίησης. (…) Έγραφε για να
εκφραστεί. Και σε ό,τι αφορά ειδικά την ποίηση, ο Βάρναλης δεν έγραφε με σκοπό
να δημοσιεύσει, όπως και κανένας ποιητής και γενικά καλλιτέχνης δεν καταφεύγει
στην τέχνη του με αυτοσκοπό τη δημοσίευση· αυτή έρχεται μετά…» [9].
Δεν υπάρχει βέβαια ούτε καν η σκέψη να
γίνει έστω και απλή αναφορά στις σημαντικότερες πλευρές απ’ το πολυσχιδές του
έργο. Στην παρούσα εισήγηση θα γίνει μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί σε αδρές
γραμμές ο Κώστας Βάρναλης κυρίως ως ποιητής και μάλιστα σ’ αυτήν τη περίοδο της
λογοτεχνικής του παραγωγής που η κριτική χαρακτήρισε ως την πιο δημιουργική του
δεκαετία, από τη συγγραφή δηλαδή, το 1921, και δημοσίευση τον επόμενο χρόνο της
ποιητικής του συλλογής: «Το Φως που καίει» έως και την έκδοση στα 1931 του
αριστουργήματός του με τίτλο: «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Αξίζει
να σημειωθεί πως αυτά τα έργα που κοσμούν την ελληνική αλλά και την παγκόσμια
αγωνιστική λογοτεχνία τα έγραψε σε ώριμη ηλικία, ήδη ήταν 40 χρονών, δημοσίευσε
το Φως που καίει, έχοντας εμφανιστεί πολύ πριν στα Ελληνικά γράμματα. Συγκεκριμένα
πήρε το βάφτισμα του λογοτεχνικού πυρός μόλις το 1905 με την ποιητική του
συλλογή ΚΗΡΗΘΡΕΣ, που προλόγιζε ο
ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, γράφοντας γι’ αυτόν επί λέξει: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να πω με μεγάλη μου χαρά, ότι
είναι αληθινός ποιητής»
Στα
πρώτα του ποιητικά βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και
το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις
διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του
ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη «κάτω από τη βαρειά σκιά του Παλαμά». Δημοσιεύει ακόμα ποιήματά του και στα
ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α.
Το
1917 συνθέτει και το 1919 επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι δημοσιεύει στο περιοδικό
ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν.
Πολίτη, σύνθεση αριστουργηματική, ένας αληθινός ύμνος στην αιώνια Ελλάδα, που
μέσα του «αστράφτει η γλώσσα του λαού», σηματοδοτώντας τη στροφή του, τη νέα
πορεία του ποιητή.
Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος
της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε
το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά
μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο
διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που
σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το
μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη»,
γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου.
Την ίδια χρονιά που ο Βάρναλης δημοσίευσε τον Προσκυνητή, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία. Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα
για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς
γνώστης της αρχαιότητας και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής,
οπαδός του Παρνασσισμού. Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και «ελαττώματα».
Ήταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη
ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι
ανιδιοτελής πάντα το «παρών».
Στο Παρίσι ο Βάρναλης παρακολούθησε
μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για
την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Είχαν μεσολαβήσει
οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη
Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους
λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων.
Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων
και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει την
ιδεολογική, πολιτική και αισθητική μεταστροφή του και από ανανεωτής της
παλαμικής παράδοσης γίνεται ποιητής- οδηγητής του λαού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη
υπόθεση.
Το καλοκαίρι του 1921 γράφει στην Αίγινα τους
τελευταίους στίχους από Το Φως που καίει,
την περίοδο δηλαδή που η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο
θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Κάτω από τον τίτλο της πρώτης έκδοσης υπήρχε
μια επιγραφή: «Εν αρχή ην η τάσις προς πράξιν». Το ίδιο το ψευδώνυμο που
διάλεξε ο Βάρναλης για να δημοσιεύσει είχε στόχο να τονίσει αυτή τη στροφή.
Υπέγραψε ως Δήμος Τανάλιας.
Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά
και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό
πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος. Κι ενώ, στην αρχή, τα
πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις,
Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης
του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς
αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη
«σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην
προλεταριακή επανάσταση [10].
Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του
Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία
(πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση
και στηρίζει την εξουσία. Έτσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και
του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή
των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα
και συμφέρον.
Μετά το δεύτερο μέρος, το Ιντεμέδιο δηλαδή,
στο τρίτο μέρος του ποιήματος ακούγεται για πρώτη φορά η φωνή του Οδηγητή. «Έρχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός», θα
γράψει στους Νέους Πρωτοπόρους, ο Δημήτρης Γληνός:
«Και
ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο
δυνατή», είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που
στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του
Μυστηρίου ή της Τέχνης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξεκίνησε
ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και
γκρεμίζει το σάπιο κόσμο, για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή μέσα στο βασίλειο της
Δουλιάς και της πανανθρώπινης αγάπης. Τ’ αντρίκια του γοργά λόγια αστράφτουνε σα
σπαθιές [11]».
Ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της
συνειδητοποίησής του δεν αρκείται στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας.
Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την
ανατροπή της. Όσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο
γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει. Σε κανένα
δε χαρίζεται, αν είναι μ’ αυτόν τον τρόπο να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της
«αρμονίας των τάξεων».
Ένα - ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική
δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια
ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα
στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να
σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του.
Το 1922 δημοσίευσε εκτός από το πασίγνωστο
ποίημά του Οι μοιραίοι και τη Λεφτεριά στο περιοδικό Μούσα.
Σ’ αυτό του το ποίημα ο Βάρναλης, δε
δίστασε να έρθει και σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παλαμά, το δάσκαλό του. Τα
κίνητρα δεν ήταν προσωπικά. Ο Παλαμάς πέρασε μέσα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
χωρίς να υποστεί καμιά σημαντική ιδεολογική αλλαγή. Έμεινε ο εκφραστής της
αστικής τάξης. Η Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 τον διέθεσε εχθρικά - για τότε
τουλάχιστον - απέναντι στο εργατικό κίνημα.
«Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι!
Οι
λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες!
Μακριά
οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες
και δημοκόποι και μπολσεβίκοι
για
λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»... (Παλαμάς).
Την απάνηση του ο Κώστας Βάρναλης τη
συνέθεσε στο ποίημά του: «Λεφτεριά».
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο
Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον
τίτλο «Ο λαός των Μουνούχων».
Το βιβλίο περιέχει τρία, αρκετά εκτεταμένα,
διηγήματα. Το πρώτο που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, μια αλληγορική αφήγηση
για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις
περιπέτειες της ταξικής πάλης. Το δεύτερο, Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου, όπου
με έναν διαλογικό και διαλεκτικό τρόπο περιγράφεται η διαπάλη, από τη μια
μεριά, ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το μυστικισμό, την υποτίμηση του σώματος και των
αναγκών του κ.ο.κ., και από την άλλη σε αυτό που θα ορίζαμε ως «καρναβαλική»
αντίληψη του κόσμου, με την εξύμνηση του υλικού, του σωματικού, του «χαμηλού»,
του αναγκαίου και όλων εκείνων των αποκηρυγμένων –και πολλές φορές επικηρυγμένων–
από την επίσημη ηθική και ιδεολογία στοιχείων. Και το τρίτο, Οι φυλακές, στο
οποίο ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει, όπως λέει, «μια κοινότατη αλήθεια: πως
εκείνοι που ζούνε από την ανθρώπινη δυστυχιά, γίνονται θεριά, αν πρόκειται να
τους την πάρουνε, να τους λείψει...».
Στην ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον επίκουρο καθηγητή
του ΑΠΘ Βασίλη Αλεξίου, με αφορμή την επανέκδοση αυτού του βιβλίου του Κώστα
Βάρναλη [12] και
στην ερώτηση του δημοσιογράφου για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει αξία να
διαβάζουμε, σήμερα, Βάρναλη, απαντά ο επιμελητής της έκδοσης τα εξής:
«Ο
Βάρναλης νομίζω πως είναι μια μοναδική, εντελώς ιδιόρρυθμη και ιδιόμελη
περίπτωση, στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξοπλισμένος ο ίδιος με μια στέρεα
θεωρητική και αισθητική σκευή και έχοντας μια βαθιά γνώση των αντιφάσεων του
ποιητικού πράττειν, συλλαμβάνει ταυτόχρονα τα όρια και τις δυνατότητες της
λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ξυστρίζει, για να
παραφράσω μια ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το σώμα της λογοτεχνικής γραφής
κόντρα στα «νερά» του και διεκδικεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα μιας
λογοτεχνίας, η οποία θα παρεμβαίνει ως κοινωνική πρακτική, ως δημόσιος λόγος,
ως αισθητική της αντίστασης και ως αντίσταση στην επίσημη αισθητική της
κυριαρχίας, αμφισβητώντας έτσι τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα
στους ποικίλους σχηματισμούς λόγου. Και, μάλιστα, αυτή η προσπάθεια γίνεται
σχεδόν «εκτός έδρας», δηλαδή χωρίς να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη παράδοση, μια
λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένη «γλώσσα», παρά μόνο μια μπουκωμένη με
καταπίεση σιωπή, ρινίσματα απόκρυφου καρναβαλικού γέλιου και λιγοστά θραύσματα
ετερολογίας. Αυτή την αξία και δραστικότητα της βαρναλικής γραφής φαίνεται να
κατανόησαν περισσότερο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι διέγνωσαν
ευκρινώς αυτή την άκρως «ενοχλητική», βέβηλη καρναβαλική διάσταση του έργου του
και τον απέπεμψαν, μετά το σάλο που ξεσήκωσε το Φως που Καίει, από τη δημόσια
εκπαίδευση, τιμωρώντας τον, όπως γράφει ειρωνικά ο ίδιος ο Βάρναλης στα
Φιλολογικά Απομνημονεύματά του, «ως δημόσιο υπάλληλο, ενώ είχε φταίξει ως
ποιητής».
Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια για το
εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό
και το έργο του. Και το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική θέτει τα πράγματα
στη θέση τους.
Γράφει ο Βάρναλης: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές
του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο
αυτές αρχές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στους
«Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.
Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους, ποιητική σύνθεση εμπνευσμένη από το
Εικοσιένα, που την αντιπαρατάσσει στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του
Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό
έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το
έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι:
με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από
τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της
ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της βαρναλικής
δημιουργίας είναι η εναλλαγή της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το
βαθύ λυρισμό. Απαράμιλλο σε λυρισμό είναι το ποίημά του «Οι πόνοι της Παναγιάς»,
από τους «Σκλάβους πολιορκημένους», όπου δίνεται ο πόνος της μάνας για το παιδί
της σε μια υψηλή πανανθρώπινη συγκινησιακή δόνηση, που σπάνια συναντά κανείς.
Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων»
αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο
πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο
δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:
- δεν έχει ο πόνος
τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ [13].
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ [13].
Σ’ αυτόν τον άδικο, τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν’ απαντήσουν με έναν άλλον, ένα δίκαιο πόλεμο
ενάντια στη μόνιμη - σε πολεμικούς κι ειρηνικούς καιρούς - αιτία της δυστυχίας
τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας [14],
το σύστημα της εκμετάλλευσης.
Το 1931 ο ποιητής εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση ο Βάρναλης ήταν ένας κριτικός αναγνώστης του Πλάτωνα,
ένας εμπνευσμένος μεταφραστής του Αριστοφάνη (και των Νεφελών του) και είχε
παρακολουθήσει ως κριτικότατος «παρατηρητής» την κρίση των αστικών - καπιταλιστικών
καθεστώτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη από τον πρώτο μεγάλο Πόλεμο (1914/18) ως
τη Μικρασιατική Καταστροφή (1919/22) και την πανευρωπαϊκή προέλαση των
«εθνικών» φασιστικών δικτατοριών.
Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε
η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον
Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Ο «Σωκράτης» του Βάρναλη μεταβάλλεται σε μια
persona της νέας κοσμοθεωρητικής γνώσης και ιστορικοκοινωνικής εμπειρίας του
δημιουργού του, όπως εξηγούσε ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα.
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη είναι μια
παρωδία, μια «αντιστροφή» του «αντίστοιχου» έργου του Πλάτωνα. Η ανατροπή του
πρωτοτύπου υποδηλώνεται από τους, ηθελημένους βέβαια, αναχρονισμούς του νέου
έργου: Από τον Πλάτωνα παραλαμβάνονται μεν τα απαραίτητα realia. Πολύ
εντονότερα είναι όμως τα «σύγχρονα» realia: Οι αρχαίοι τόποι και οι δήμοι της
αρχαίας Αθήνας αναφέρονται με τα σημερινά, «εκβαρβαρισμένα», ονόματά τους· οι
αρχαίοι ιερείς έχουν γίνει ελληνορθόδοξοι παπάδες και ο Περικλής μένει στο
Κολωνάκι· επιπλέον, η αττική αβρότητα της γλώσσας του Πλάτωνα έχει δώσει τη
θέση της στη χυμώδη, λαϊκή τραχύτητα της γλώσσας του «ανατροπέα» του [15].
Στη συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στην
επίθεση κατά των δικαστών του και αποφενακίζει το φαρισαϊσμό τους και, στα
πρόσωπά τους, τη «δικαιοσύνη» της πατρίδας του: Ο Πανάρετος από την Πλάκα,
πρόεδρος του «Συλλόγου για την προστασία της Ηθικής», που παραδίνει κρυφά τη
γυναίκα του στους αγαπητικούς του· ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, «που ξηγάει τα
μυστήρια της Θεάς, μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια
και τα λιοστάσια της»· οι Σαρανταδάχτυλοι, «σταρέμποροι και καραβοκυρέοι του
Περαία, που γίνονται κάθε χρόνο ‘σιτοφύλακες’, για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων»· ο Ξηνταβελόνης, τοκογλύφος από την Κηφισιά, «που ρήμαξε τη
φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο»· ο Παρθενίας από τον Κολωνό, αγοραστής
κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, «που του τόνε πλερώνουνε κι’ ο αδελφός του κ’ η
τσατσά του» [16].
Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα
γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της
αρχαιογνωσίας του.
Στο τέλος της «Απολογίας» του ο βαρναλικός
Σωκράτης λέει:
«Γι’ αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε
χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι’ αυτά που θα ’κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με
το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο
γουδί…Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια…».
Αυτά που θα ’κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός
δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
«Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς
μαχαλάδες της Αθήνας στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα
Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά
χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της
φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα
λεγα: Λέφτεροι πολίτες: Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκόταν στη Σκυθία, όπου σπάνια
ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ’ άλιωτα χιόνια, πάλι θα
τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά
σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια
και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε
τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση
λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει
χωροφύλακας…
Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους» [17].
Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους» [17].
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του
βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως
λέει κι ο ίδιος, «στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των
διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων» [18].
***
Ο
Βάρναλης έφυγε πλήρης ημερών και διατήρησε την πνευματική του διαύγεια και την
όρεξη για ζωή μέχρι τα στερνά του,
δίνοντας αξιόλογο έργο και ως χρονογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος,
μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα ως ανατρεπτικός, τολμηρός
και επίκαιρος διανοητής. Είδε τα έργα του να μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες,
γνώρισε την αγάπη του λαού, των απλών ανθρώπων, άκουσε –αν και ήταν βαρήκοος-
τους στίχους του να γίνονται τραγούδι στα χείλη της εργατιάς κι αν έβλεπε τους
χιλιάδες και χιλιάδες που τον συντρόφευσαν στην τελευταία του κατοικία
φωνάζοντας: «Γίνε οδηγητής για μας – ποιητή της εργατιάς» σίγουρα άφηνε να
κυλήσει απ’ το σπινθηροβόλο βλέμμα του ένα δάκρυ. Ίσως, όμως, να ’κανε κάτι
άλλο, να σηκωνόταν και να ‘λεγε στα συγκεντρωμένα πλήθη αυτά τα λόγια:
Βάστα καρδιά
Να
με ξεριζώσεις χάρε,
σ’
αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε,
όση φόρα θέλεις πάρε,
να
με πάρει δεν μπορεί.
Να
με ξεριζώσεις, όχι,
δεν
το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει,
όσο η καρδιά μου το ’χει,
το
κουράγιο της σωστό.
Στ’
αγιασμένο τούτο χώμα,
που
’πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα,
μας κρατάει το χρέος ακόμα,
για
το μέγα λυτρωμό.
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
δίχως
μου, στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
οι
γενναίοι μου σύντροφοι.
Θα γιορτάσουμε σαν ένας
Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη
μεγάλη Ανατολή,
κάθε τόπου, κάθε γέννας,
κάθε τόπου, κάθε γέννας,
κάθε
γλώσσας οι καλοί.
Να με ξεριζώσεις τώρα
Να με ξεριζώσεις τώρα
μην
σε τρώει αποθυμιά,
όλη η γη είναι μια χώρα,
όλη η γη είναι μια χώρα,
ένα
δρυ και ρίζα μια.
[2] Βλ.
την ομιλία του Νίκου Σαραντάκου στην παρουσίαση του βιβλίου: «Ο
άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» που έγινε στην Αθήνα
(Αίθουσα εκδηλώσεων ΕΔΟΕΑΠ) 17 Δεκέμβρη 2012.
[3] Ο
Νίκος Μπογιόπουλος ήταν ο συντονιστής της συζήτησης στην παρουσίαση του βιβλίου
του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (20
Νοέμβρη 2012).
[5] ασφόδελος < αρχαία ελληνική ασφόδελος, (αρσενικό): (βοτανική) κρινοειδές ποώδες φυτό).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι νεκροί κατοικούσαν σε ένα λιβάδι με
ασφόδελους…
[6] λάσιος, -ια, -ιο (επίθετο) [ετυμολογία: ΑΜΝ λάσιος*]: ο
δασύτριχος, ο πυκνόμαλλος, ο μαλλιαρός: Κρυστ. «κι όταν αναστενάζουνε τα λάσια
του τα στήθια, σαν να μουγκρίζει ακούγεται σύγνεφο φορτωμένο»∙ αντίθετα:
άτριχος.
[7]
μελίπηχτος, -η, ο
(επίθετο): αυτός που έχει πήξει (πήγνυμι) στο μέλι,
(συνεκδοχικά) ο γλυκερός∙ μελίπηκτον, το (ουδέτερο): ΑΕ γλύκισμα με μέλι.
[8] Βλ.
Μενέλαος Λουντέμης, Ο κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Τρίτη,
Αθήνα 1977, σελ. 9.
[9] Ηρακλής
Κακαβάνης, «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», εκδόσεις
ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2012, σελ.
[11]
Βλ. τη μελέτη του Δ.
Γληνού για το «Φως που καίει» στους «Νέους
Πρωτοπόρους» (1938) , στην οποία εξετάζει με κοινωνιολογικά κριτήρια
τον«Οδηγητή».
[13] Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ, «ΣΚΛΑΒΟΙ
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ», από άρθρο του Τ.
Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975.
[14] Η
ΚΑΜΠΑΝΑ είναι ένα ποίημα του Κώστα Βάρναλη, από την σύνθεση ΣΚΛΑΒΟΙ
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία» το 1925 με
τον ποιητή να υπογράφει με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαβής. Σε βιβλίο εκδόθηκε δυο χρόνια αργότερα (1927)
από τις εκδόσεις «ΣΤΟΧΑΣΤΗ».
[18] Βλ.
την ομιλία του Νίκου Κυτόπουλου για τον Κώστα Βάρναλη, «Ποιητής – οδηγητής του λαού», σε εκδήλωση που οργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων
Λογοτεχνών, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το θάνατο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου