Τέσσερα στιγμιότυπα από τη ζωή του Βάρναλη.
Το πρώτο το αφηγείται ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» στα 1935 και
συνεξόριστος του Βάρναλη Τάκης Κόντος. Τα υπόλοιπα τρία δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη»
στις 19/12/1974 (μία μέρα μετά την κηδεία του ποιητή). Τα στιγμιότυπα αυτά αναδημοσιεύτηκα στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» στο τεύζος 41-42, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Κώστα Βάρναλη.
Το 1935, στην περίοδο της «κοσμογονίας»
του Κονδύλη, πηγαίνοντας για τον Αη Στράτη με μία μεγάλη παρέα, Βάρναλης,
Γληνός κλπ. σταθήκαμε στη Μυτιλήνη περιμένοντας το καράβι της «αγόνου» για
τον Αη Στράτη.
Στη Μυτιλήνη μείναμε κάμποσες
μέρες. Συνταξιούχος τότε πια ο πατέρας μου [Γιαννίκος Κόντος, δάσκαλος της
Καλλονής, αφορισμένος από την εκκλησία επειδή την κατάγγειλε για κατακράτηση
κονδυλίων δωρεάς που προορίζονταν για τη μόρφωση των παιδιών] ερχότανε κάθε
μέρα στο κρατητήριο. Ο Βάρναλης που τον γνώρισε έκανε σαν παιδί βλέποντας
ένα δάσκαλο της παλιάς εποχής - ντύσιμο, φέρσιμο, κουβέντα, μιραμπό, ρεντιγκότα.
Όταν πια έμαθε πως ήταν «αφορεσμένος» και το «γιατί», ήταν άλλο πράμα ο
ενθουσιασμός του.
- Ε, μα τότε, μου λέει, είσαι και συ
«αφορεσμένος».
Κι από τα τότε μούδωσε και μένα τον τίτλο στις
καθημερινές παρέες μας κατά τον «παραθερισμό» («παραχειμασμός» ήταν):
Γεια σου, αφορεσμένε!
(αφήγηση Τάκη Κόντου, «Ριζοσπάστης»
1 9/7/1975)
Από την εξορία του 1935 στον Αη
Στράτη:
Οι εξόριστοι, για ν' αποφεύγουν τις
προκλήσεις της αστυνομίας, έρχονταν σ' επαφή με τους νησιώτες μέσω του γραμματέα.
Μια μέρα, καθώς περπατούσε ο Βάρναλης στους δρόμους του νησιού, συνάντησε
δυο-τρεις νησιώτες που έσπευσαν να τον καλημερίσουν μ' ένα:
Καλημέρα, μπαρμπα- Κώστα.
Κι ο Βάρναλης νομίζοντας πως
πρόκειται για τίποτε σοβαρό:
Στο γραμματέα, στο γραμματέα...
Κάποτε τον κάλεσαν να δηλώσει τα
πολιτικά του φρονήματα:
Τι ιδέα έχετε κ. Βάρναλη για τη
σημερινή κατάσταση;
Είμαι κομμουνιστής από το 1925,
αυτήν την ιδέα έχω, απάντησε.
Ένα χρόνο πριν πεθάνει, όταν είχε
νοσηλευτεί σε μια κλινική, τον επισκέφτηκε η ιδιοκτήτριά της στο δωμάτιο του
και πιάνοντας τα χέρια του τού είπε:
Ήρθα να δω το φως που τυφλώνει.
Κι εκείνος, φέρνοντας κοντά το
πρόσωπο της στο δικό του, απάντησε:
Μόλο το θαμπό μου φως βλέπω ότι
είσθε όμορφη γυναίκα.
(Μεταφορά από το «Ριζοσπάστη», 19/12/1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου