Αναδημοσιεύουμε σήμερα το ρεπορτάζ του «Σφυροδρέπανου» από την παρουσίαση
του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», που έγινε τη
Δευτέρα 17 Δεκέμβρη 2012 στην Αθήνα (στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ). Εδώ
μπορεί να διαβάσει κανείς και τα σχόλια στην ανάρτηση του Σφυροδρέπανου.
Χτες το βράδυ η κε του μπλοκ βρέθηκε στην αίθουσα των
εκδηλώσεων του εδοεαπ, (του ταμείου των δημοσιογράφων), για την ανοιχτή
παρουσίαση του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη για τον άγνωστο βάρναλη (και 19 αδημοσίευτα
ποιήματά του) από τις εκδόσεις εντός. Είχε προηγηθεί πριν μερικές μέρες μια
«κλειστή» παρουσίαση του βιβλίου σε δημοσιογράφους και blogger και η ανταπόκριση της κε του μπλοκ, που μπορείτε να θυμηθείτε εδώ.
Η απόφασή μου να ξαναγράψω για το ίδιο θέμα μέσα σε
τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι γιατί ξεμείναμε από θέματα. Αλλά
αφενός για να τιμήσει τη μνήμη του ποιητή και τη συμπλήρωση 38 χρόνων από το
θάνατό του, αφετέρου γιατί αυτή η εκδήλωση δεν επανέλαβε όσα ειπώθηκαν στην
προηγούμενη, αλλά ήρθε να προσθέσει πολλά και ουσιαστικά πράγματα.
Ρόλο συντονιστή είχε η συνάδελφος του ηρακλή στο
ριζοσπάστη, σοφία αδαμίδου, που είπε στο άνοιγμα ότι το βιβλίο που θα παρουσιαστεί
είναι από αυτά που ζηλεύει κανείς και θα ήθελε να τα έχει γράψει ο ίδιος.
Ακολούθησε ο χαιρετισμός εκ μέρους του δσ του εδοεαπ, από ένα μέλος του και
προσωπικό φίλο του ηρακλή, που ανέφερε και «το τρίτο μέλος της παρέας», τον
δημοσιογράφο γιώργο πετρόπουλο, με την καθοριστική συμβολή στη συγγραφή του
βιβλίου. Κι η δραματοποίηση του σατιρικού διαλόγου του βάρναλη «λόγια και
πράξις», από τους ηθοποιούς στέλιο γεράνη κι εύα βάρσου.
Πρώτος μίλησε ο χρήστος αλεξίου, ακαδημαϊκός κι
υπεύθυνος του περιοδικού θέματα λογοτεχνίας. Ο οποίος διηγήθηκε την πρώτη του
επαφή με την ποίηση του βάρναλη –στην περιοχή της θεσσαλίας με μια
ανταρτοεπονίτικη ομάδα, που ήταν χρεωμένη και με την πολιτιστική δουλειά, με
τον 13χρονο τότε αλεξίου να ερωτεύεται κεραυνοβόλα τα ποιήματα που άκουσε και
να ακολουθεί στο βουνό την ομάδα, που γυρνούσε από χωριό σε χωριό. Καθώς και τη
γνωριμία του με τον ίδιο τον ποιητή –όταν κατέφυγε στην αθήνα κυνηγημένος από
τους σούρληδες, το 47’, και μέσω του κορδάτου και του συλλόγου «οι φίλοι του βιβλίου»
συνάντησε το βάρναλη σε ένα βιβλιοπωλείο, γωνία ακαδημίας και ιπποκράτους,
κρατώντας ένα ρίζο της δευτέρας για να τον αναγνωρίσει ο ποιητής. Αλλά έμεινε
αποσβολωμένος, γιατί είχε πλάσει στη φαντασία του το βάρναλη ψηλό και
μαυριδερό. Κι αυτός βάζοντας το χέρι του πίσω απ’ το αυτί του, το ρώτησε: τι,
δε σου γεμίζω το μάτι;
Μας διηγήθηκε επίσης ένα ακόμα περιστατικό από τις
διαλέξεις του τόμσον στην αθήνα, το 61’, όπου ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός
αντέδρασε και ξέσπασε, «αυτά είναι μαρξιστικές ανοησίες, όχι επιστήμη», για να
εισπράξει την πληρωμένη απάντηση του βάρναλη: άι να χαθείς γάιδαρε, είσαι
και καθηγητής πανεπιστημίου!
Ως καθηγητής πανεπιστημίου στο μπέρμιγχαμ, ο αλεξίου
ήταν εποπτεύων στην πρώτη διδακτορική διατριβή σχετικά με τον ποιητή (από τη
θεανώ μιχαηλίδη που ανέλαβε αργότερα την ευθύνη του αρχείου βάρναλη) κι είναι
σε θέση να (ανα)γνωρίζει τη σημασία και το κενό στη βιβλιογραφία που έρχεται να
καλύψει το έργο του ηρακλή, καθώς και τη σπουδαιότητα του επιστημονικού
συνεδρίου που έγινε πέρσι στην έδρα της κε, στον περισσό. Όπως επίσης και την
άγνοια (εξ ου και άγνωστος βάρναλης, όπως αναφέρεται στον τίτλο) για τα σύμβολα
στο έργο του ποιητή –τι είναι ο χριστός; Τι είναι ο προμηθέας; Η μάνα γη, κτλ.
Ο οδηγητής πάντως είναι ο λένιν, όπως μάθαμε προς το τέλος, κατά την απαγγελία
του ομώνυμου ποιήματος.
Ενδιάμεσα ο αλεξίου μας έδωσε μερικά παραδείγματα,
ενδεικτικά για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του στοχαστή βάρναλη. Ο οποίος θαύμαζε
κι αγαπούσε τον παλαμά, αλλά όταν ο τελευταίος έγραψε σε ένα ποιήμά του για
τους «λύκους-μπολσεβίκους», δε δίστασε να του δώσει μια σκληρή απάντηση
«σπαράζουν τους μωρούς ποιητές οι λύκοι», για να την αφαιρέσει αργότερα από τις
επόμενες εκδόσεις του ποιήματος. Ενώ αντίστοιχες κριτικές είχε ασκήσει και σε
προσωπικότητες όπως ο δελμούζος κι ο τριανταφυλλίδης, που επίσης εκτιμούσε
βαθύτατα.
Εάν ο αλεξίου δεν πρόλαβε να γράψει κάτι εισηγητικά
για την περίσταση, και ζήτησε την κατανόησή μας για αυτό (!), ο νίκος σαραντάκος
φάνηκε αντιθέτως να μην προλαβαίνει να μας διαβάσει ολόκληρη την εκτενή
εισήγηση που ‘χε γράψει για το βιβλίο, το οποίο είχε διαβάσει σε διάφορες
μορφές, κατά τη συγγραφή του ακόμα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ολοκλήρωσή του.
Ελπίζω η περιληπτική απόδοση όσων είπε βάση σημειώσεων που μπόρεσα να κρατήσω,
να μην αδικήσει το λόγο του, που ήταν πυκνός και χειμμαρώδης ως προς τη ροή
του.
Αρχικά καταπιάστηκε με το ερώτημα που βάζει ο ηρακλής
στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: γιατί κάποια από τα ποιήματά του ο
βάρναλης, ενώ τα δημοσίευσε στον καιρό τους, δεν τα συμπεριέλαβε στις συλλογές
ποιημάτων που εξέδωσε; Αναφέρθηκε σε ένα χρονογράφημα του βάρναλη στην
πρωία (οι καταλοιποθήραι), όπου καταφέρεται ενάντια στους τυμβωρύχους
(αν όχι εμπόρους) του πνεύματος που σκαλίζουν τα οστεοφυλάκια των νεκρών
ποιητών, για να βρουν ό,τι να ‘ναι και να το δημοσιέψουν (ατελή κι
ανέκδοτα ή πρωτόλεια ποιήματα που δε συμπεριλήφθηκαν στις οριστικές συλλογές
τους). Αλλά [αναφέρθηκε] και στον αντίλογο που λέει ότι ο ίδιος ο βάρναλης είχε
εμπνευστεί μια απάντηση σε ένα καβαφικό ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε μόλις το
63’ (30 χρόνια μετά το θάνατό του). Κι ότι με αυτό το σκεπτικό δεν θα είχαμε
σήμερα σημαντικά έργα του κάφκα –όπως τη δίκη, και τον πύργο- ο οποίος είχε
ζητήσει στη διαθήκη του να καούν τα χειρόγραφά του –αλλά ευτυχώς δεν
εισακούστηκε από το φίλο του, που είχε αναλάβει να την εκτελέσει.
Ο σαραντάκος είπε επίσης ότι πολλές ενότητες του
βιβλίου θα μπορούσαν να σταθούν ξεχωριστά ως αυτοτελείς μονογραφίες, όπως πχ το
κεφάλαιο για την εξορία, για την οποία ο βάρναλης είχε γράψει τις αναμνήσεις
του σε μια μαρτυρία, που προοριζόταν να δημοσιευτεί στο ριζοσπάστη, αλλά το
χειρόγραφο κάηκε με τη δικτατορία του μεταξά και χάθηκε. Μίλησε για την
υποδειγματική ανάλυση των μαρασλειακών από το συγγραφέα, σε αντίθεση πχ με την
προσέγγιση της ρεπούση που επικεντρώνει την ανάλυση των αιτιών αποκλειστικά στη
ρόζα ιμβριώτη και το χτύπημα του φεμινισμού, αποσιωπώντας τη δίωξη του κώστα
βάρναλη, που προηγήθηκε χρονικά.
Μίλησε ακόμα για την ιδιαίτερη γλώσσα και τον ψυχαρικό
λόγο του βάρναλη, που δεν έχει τοπικούς αλλά πανελλήνιους ιδιωματισμούς, και
για τις διάφορες κατηγορίες ποιημάτων του –πρωτόλεια, καταγραμμένα εκτός
απάντων, αθησαύριστα κι ατελή, όπως το όχι του λαού, όπου ο ποιητής είχε
σημειώσει στο χειρόγραφο ένα «ΟΧΙ», που κανείς δεν γνώριζε με σιγουριά αν
αναφερόταν στον τίτλο του ποιήματος ή απέρριπτε έτσι τη δημοσίευσή του.
Επισήμανε επίσης το παράδοξο να έχουν εκδοθεί τα
άπαντα ωραιότατων αλλά λιγότερο σημαντικών ποιητών από το βάρναλη, για το οποίο
ευθύνεται εν μέρει κι ο ίδιος ο ποιητής, εξαιτίας της τελειομανίας του, καθώς
τα αναδημοσίευε με το σταγονόμετρο, ή τα ξαναδούλευε όσο σήκωναν –γι’
αυτό κι ο ίδιος έλεγε ότι δε θυμόταν απέξω κανένα ποιήμά του. Και κατά μία άλλη
εκδοχή –που δε βρίσκει σύμφωνο τον ηρακλή-εξαιτίας του φόβου του για τυχόν
διώξεις, ή μη τυχόν δημοσιευτούν πρωτόλεια ποιήματά του, πχ αυτά που έστειλε
κάποτε στον παλαμά.
Στο τέλος ο σαραντάκος χαρακτήρισε τον μ. παπαϊωάννου
ως τον κορυφαίο σύγχρονο βαρναλιστή, αυτολογοκρίθηκε στα σημεία που δεν είχε
προλάβει να αναπτύξει (ιδεολογική αντιπαράθεση με ιδεαλισμό, αθεϊκά, δίκη
λουντέμη) και έκλεισε με ένα σχόλιο αναγνώστη από το ιστολόγιό του, που άφησε
ο σφος οικοδόμος.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολύ ιδιαίτερη και
συγκινητική εισηγητική τοποθέτηση από την ποιήτρια σοφία κολοτούρου, που έχει
υποστεί πλήρη απώλεια της ακοής της –κάτι που έχει επηρεάσει αναπόφευκτα και την
εκφορά του λόγου της. Παράλληλα όμως είχε ένα ιδιαίτερο κοινό γνώρισμα με το
βάρναλη, που ήταν βαρήκοος, και ανέπτυξε αυτό ακριβώς το θέμα των ήχων στο έργο
του ποιητή, μιλώντας μεταξύ άλλων για τη δύναμη που έχουν οι ποιητές να
αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους, ακόμα κι όταν δεν ακούνε.
Η σκυτάλη πέρασε στον καζάκο, που αναρωτήθηκε φωναχτά
«εμένα τώρα γιατί με φώναξαν;», αλλά όπως είπε στο κλείσιμο κι ο ηρακλής δεν
υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να μεταδώσει καλύτερα, με τέτοια αμεσότητα τα
μηνύματα της ποίησης του βάρναλη.
Στην αρχή διηγήθηκε την πρώτη του συνάντηση με τον
ποιητή, σε ένα κουτούκι στην πλάκα, μαζί με άλλους συμφοιτητές του από τη
θεατρική σχολή, όπου ο βάρναλης τους ζήτησε να του πουν απέξω κάποιο ποίημά
του, κι αυτοί του απήγγειλαν τους μοιραίους. Καθώς και μια άλλη συνάντηση, στο
πατάρι του λουμίδη, όπου τον χαιρετούσαν με σεβασμό κι αυτός τους έλεγε: μην
προσκυνάτε βρε, και σας μείνει κουσούρι.
Μας διηγήθηκε επίσης ένα επεισόδιο από τη συμμετοχή
του σε μια επιτροπή του υπουργείου πολιτισμού,στα μέσα της δεκαετίας του 80’,
όπου έκοψαν σύσσωμη μια τάξη τελειόφοιτων, γιατί δεν ήξερε κανείς τους τίποτα
για το βάρναλη. Κι έτσι δημιουργήθηκε πολιτικό θέμα, με τη μελίνα να πιέζει την
επιτροπή να ανακαλέσει και να την εξαναγκάζει ουσιαστικά σε παρίατηση.
Ενώ στη συνέχεια –χωρίς να νιώθει ότι ξεφεύγει από την
ουσία του θέματος- μίλησε: για την απέχθειά του προς τη φιλολογία της ήττας,
των αγώνων και της αριστεράς, και κατά συνέπεια τους «ποιητές και τους καλλιτέχνες
της ήττας». Για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, την ενότητα και πάλη των
αντιθέτων. Και για το κίνημα, που αναπτύσσεται ασταμάτητα από αυτή την αντίθεση
και μπορεί να γονατίζει, αλλά δε σταματά, ούτε πισωγυρίζει. Μίλησε επίσης για
το δσε, που είναι πηγή περηφάνιας, κι όχι ήττα, επειδή έχασε από έναν
πάνοπλο στρατό, που ενισχύθηκε από άγγλους, αμερικανούς και τα κέρατά τους...
Αλλά και για την ελπίδα που είναι μόνο για τους πεθαμένους, που ελπίζουν στην
κρίση της δευτέρας παρουσίας και όχι για τους ζωντανούς [–τι είναι ελπίδα;
Τρώγεται αυτό το πράγμα;] που δεν πρέπει να ελπίζουν, αλλά να δρουν. Τώρα
αντιθέτως έχουμε ένα εμπόριο ελπίδας, που συν τοις άλλοις είναι και κάλπικες.
Άλλο όμως να στα περιγράφει κανείς όλα αυτά κι άλλο να
τα βλέπεις ζωντανά, με το ύφος και την παραστατικότητα του καζάκου.
Ο γιώργος σαρρής τέλος στάθηκε στην «τρομερή σύνθεση
του πάνελ», όπου ένιωσε να κυλάει πηχτή δίπλα του η ιστορία, και είπε
ότι σήμερα δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερο βάρναλη, αλλά από περισσότερη
βαρναλική ουσία, με το βιβλίο του ηρακλή να βάζει ένα μικρό τουβλάκι
σε αυτήν την κατεύθυνση. Στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε με την κιθάρα του
δυο μελοποιημένα τραγούδια του βάρναλη, ενώ αργότερα έδωσε το «παρών» και στη
συνεστίαση της αχτίδας καλλιτεχνών του κκε, ολοκληρώνοντας ένα γεμάτο
πρόγραμμα.
Ενδιάμεσα είχαμε την απαγγελία ποιημάτων από τον
χρήστο αλεξίου κι από το μακρονησιώτη συγγραφέα σωτήρη κράνια, που «πέτυχαν»
αρκετά καλά και τη φωνή του μπαρμπα-βάρναλη. Καθώς και το κλείσιμο του
συγγραφέα, στο οποίο ο ηρακλής στάθηκε στις ελάχιστες αναφορές που υπήρχαν στον
τύπο και το διαδίκτυο για την επέτειο θανάτου του κώστα βάρναλη –μεταξύ των
οποίων και η χυδαία δημόσια τοποθέτηση της χρυσής αυγής για το «κτήνος της
βουλγαροφροσύνης». Μίλησε επίσης για τις επίσης ελάχιστες αναφορές των σχολικών
βιβλίων στο έργο του ποιητή και έκανε ειδική μνεία στα δυο ντοκιμαντέρ της
κρατικής τηλεόρασης –εκ των οποίων το ένα προβλήθηκε προχθές βράδυ στην ετ1-
που είναι αξιόλογα και με πολύ καλή προσέγγιση στο έργο του βάρναλη, αλλά του
ασκούσαν παράλληλα άδικη κριτική, γιατί τάχα ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, με μια
σχηματική ιδεολογική γραμμή της πάλης του καλού με το κακό, ενώ το έργο του
είχε υπερβολικό ιδεολογικό φορτίο...
Επί τη ευκαιρία αναφέρθηκε και στο σχετικό ντοκιμαντέρ
που επιμελήθηκε η σοφία αδαμίδου –που προβλήθηκε πρόσφατα από την τηλεόραση του
902- αλλά δυστυχώς δε μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε εξαιτίας ενός τεχνικού
προβλήματος, όπως εξάλλου και ένα άλλο σύντομο βιντεάκι με στιγμιότυπα από την
κηδεία του ποιητή.
Σε κάθε περίπτωση
όμως φεύγοντας από την εκδήλωση για τον άγνωστο βάρναλη, νιώθαμε ότι γνωρίζαμε
πολύ καλύτερα το έργο του και πως δε μας ήταν πλέον τόσο άγνωστος. Κι αυτή
είναι η πραγματική αξία του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου